⚠️ σε αυτό το ιστολόγιο διαβάζεις ξεκούραστα, δίχως παράθυρα να πετάγονται αριστερά/δεξιά, ⛔δίχως διαφημίσεις.
Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να διαβάσεις αυτό το μήνυμα.

Βοτανική Ορολογία :: Letter P

Letter P, p


βοτανική ορολογία, βοτανικό λεξικό, βοτανικό γλωσσάρι για παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου - letter p
Scindapsus pictus 'Trebie', Σκίνδαψος ο ποικιλτός.

Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου


Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.

ενημέρωση: 25 Ιουλίου 2020

Pachycymbium [Παχυκύμβιον]: ονομασία γένους βλαστοπαχύφυτων. Ετυμολογία: <pachy: παχύ + cymbium: κυμβίον: κοίλο αγγείο, δοχείο, λέμβος· ρίζα του όρου: κύμβη: λαμβάνω>[1, 2]. Και η μετέπειτα χρήση στα Λατινικά ορίζει το cymbium ως γένους ουδετέρου[3]. Βλέπε και Pachycymbium decaisneanumPachycymbium dummeri.

paleotropical [παλαιοτροπικός -η, -ο]: (1) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τροπικές χώρες τού παλαιού κόσμου («παλαιοτροπικά φυτά») (2) φρ. «παλαιοτροπικό βασίλειο» — μια από τις έξι κύριες φυτογεωγραφικές περιοχές τής Γης, η οποία περιλαμβάνει το αφρικανικό, το ινδομαλαϊκό και το πολυνησιακό υποβασίλειο. Ετυμολ. αντιδάνειο λ., πρβλ. αγγλ. palaeotropical (< παλαιό + τροπικός)][4]. Ένα μοναδικό παράδειγμα παλαιοτροπικού φυτού είναι και ο επίφυτος κάκτος: Rhipsalis baccifera subsp. horrida.

pallidus/pallida [ωχρός αρσ./ωχρά θηλ.]: ωχρός (απαλός/ανοιχτός/ανοιχτόχρωμος σε χρωματισμό), κάτωχρος[5]. (1) Για το ανοιχτό πράσινο χρώμα στο βλαστό, στα φύλλα και στα βράκτια (Tradescantia). (2) για τα ανοιχτόχρωμα πράσινα φύλλα (Delosperma, Echeveria, Sedum, Yucca), (3) για το χρώμα του άνθους (Aloe prostrata spp., Coryphantha, Crassula alba var., Sedum laconicum spp.)[6]. Βλέπε και: Tradescantia pallida 'Pale Puma', Tradescantia pallida 'Pink Stripe', Tradescantia pallida 'Purpurea'.

palmeri [παλμέρι, του Πάλμερ]: επιθετική ονομασία είδους φυτών (Agave palmeri, Dudleya palmeri, Echinocereus palmeri, Pedilanthus palmeri, Pseudobombax palmeri, Sedum palmeri, Talinum palmeri). Ετυμολογία: για τον Εδουάρδο Πάλμερ (Edward Palmer, 12 Ιανουαρίου 1829 – 10 Απριλίου 1911). Βρετανός βοτανολόγος και συλλέκτης που μετοίκησε στις ΗΠΑ[6].

panicle: βλ. σύνθετος βότρυς ή φόβη (τύπος ταξιανθίας)

paniculata, paniculatus, paniculatum [ανθηλοφόρος, -η, -ο, -το]: αναφέρεται στην ιδιαιτερότητα της ανθήλης, φόβης. Ετυμολογία: <λατιν. pānĭcŭla (ανθήλη, φόβη)[7]>. Βλέπε και Stapelia paniculata subsp. scitula.

Paphiopedilum [Παφιοπέδιλο]: ονομασία γένους ορχιδεών στην οικογένεια Ορχιδοειδή με 104 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[27]. Ετυμολογία <ελλην. τοπωνύμιο Πάφος + πέδιλο, για την ομοιότητα των λουλουδιών με το κοχύλι επάνω στο οποίο φέρεται - σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία - ότι γεννήθηκε η Αφροδίτη στην Πάφο της Κύπρου και ήταν γνωστή ως Αφροδίτη η Πάφια>.

Parodia [Παρωδία]: ονομασία γένους κάκτων στην οικογένεια Κακτοειδή με 61 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[28]. Ετυμολογία <ονομάστηκε προς τιμή του Αργεντινού βοτανολόγου Δρ. Λορέντσο Ραϋμόνδος Παρώδι (Dr. Lorenzo  Parodi, 1895-1966)>.

pauciflorus, pauciflora, pauciflorum [ολιγανθής -ο, -η, -το]: ετυμολογία <λατιν. paucus (ολίγος, ευάριθμος) +‎ λατιν. flōs (άνθος, ανθοφορία): για φυτό με ευάριθμα άνθη>. Παράδειγμα: Brunfelsia pauciflora [Μπρουνφελσία η ολιγανθής].

peat: βλ. τύρφη
peat moss: βλ. σφάγνο

pecuniifolia [πεκουνιάφυλλη]: για τα στρογγυλεμένα φύλλα που μοιάζουν με κέρματα. Ετυμολογία: <λατιν. Pĕcūnĭa (πεκούνια: θεά του χρήματος) + λατιν. fŏlĭum (φόλιουμ: φύλλο)>[8]. Βλέπε και Peperomia pecuniifolia.

peduncle: βλ. ποδίσκος

Pellionia [Πελιονία]: ονομασία γένους τροπικών κρεμαστών κληματίδων στην οικογένεια Κνιδοειδή (Urticaceae) με 74 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα γένη[33]. Ετυμολογία: <για τον Μαρί Ιωσήφ Αλφόνς Οντέ-Πελιόν (Marie Joseph Alphonse Odet-Pellion, 1796-1868) Προφορά: . Γάλλος αξιωματικός που ήταν μέλος της εκστρατείας Φρεσινέ (Freycinet) σε όλο τον κόσμο την οποία ηγήθηκε ο Καπετάνιος Λουδοβίκος ντε Φρεσινέ[34, 35].

pennywort: (1α) Οποιοδήποτε από τα διάφορα υδρόβια ή ημιυδρόβια φυτά του γένους Hydrocotyle, που έχουν στρογγυλά ή οβάλ φύλλα και μικρά λευκά ή πρασινωπά άνθη που ομαδοποιούνται σε ταξιανθία σκιαδίου. (1β). Ένα ευρασιατικό φυτό (Umbilicus rupestris) που έχει σαρκώδη ασπιδοειδή φύλλα και ένα ψηλό μίσχο κιτρινοπράσινων λουλουδιών. Ονομάζεται επίσης και navelwort. Διαφέρει ωστόσο από το Ασιατικό Pennywort (Centella asiatica) με το οποίο δεν συγγενεύει[9]. (2). Οποιοδήποτε άλλο φυτό έχει στρογγυλεμένα φύλλα που υποδηλώνουν την ομοιότητα με μονόλεπτα[10]. Ετυμολογία: <penny (μονόλεπτο, σεντ) + wort (φυτό)>.  Βλέπε και Cotyledon tomentosa.

pentaphlebia [πεντάφλεβη]: αναφέρεται στις πέντε φλεβώσεις στα φύλλα. Βλέπε: Hoya pentaphlebia.

Peperomia [Πιπερόμοια]: ονομασία γένους παχύφυτων με σαρκώδη φύλλα που ανήκουν στην οικογένεια των Πιπεροειδών (Piperaceae). Το γένος Peperomia αποτελείται από 1340 (επί του παρόντος) ζώντα είδη φυτών[NEW 11]. Ετυμολογία: Peper + omoia (Πιπέρι + όμοια) θηλ., για την ομοιότητα με τα φυτά από το γένος Piper (Piperaceae)[6]. Βλέπε και: Peperomia argyreia, Peperomia bangroanaPeperomia caperata 'Emerald Ripple', Peperomia caperata 'Schumi Red', Peperomia graveolensPeperomia metallica var. columbianaPeperomia obtusifolia, Peperomia orba 'Pixie Lime'Peperomia pecuniifoliaPeperomia polybotrya, Peperomia quadrangularisPeperomia rotundifolia var. pilosior, Peperomia 'Smaragd'Peperomia tetragona.

perennation: στη βοτανική, perennation [συγκράτηση;] είναι η ικανότητα των φυτών να επιβιώσουν από μια περίοδο βλάστησης σε μια άλλη, ειδικά κάτω από δυσμενείς συνθήκες όπως η ξηρασία ή χαμηλές χειμερινές θερμοκρασίες. Συνήθως περιλαμβάνει την ανάπτυξη ενός συγκρατητικού (perennating) οργάνου, το οποίο αποθηκεύει αρκετά θρεπτικά συστατικά για τη διατήρηση του οργανισμού κατά τη διάρκεια της δυσμενής εποχής και αναπτύσσεται σε ένα ή περισσότερα νέα φυτά το επόμενο έτος. Συνηθισμένες μορφές perennating είναι τα όργανα αποθήκευσης (π.χ. κόνδυλοι, ριζώματα, βολβοί και μασχαλιαίοι οφθαλμοί. Η ωρίμανση σχετίζεται στενά με την βλαστική αναπαραγωγή, καθώς οι οργανισμοί χρησιμοποιούν συνήθως τα ίδια όργανα τόσο για την επιβίωση όσο και για την αναπαραγωγή[12].

perennial: βλ. πολυετές
Pereskioideae: βλ. Περεσκιοΐδες
perianth: βλ. περιάνθιο
perlite: βλ. περλίτης
petals: βλ. πέταλα

pethera [πεθερά -ή]: ετυμολογία: <ελλην. πεθερά, που προέρχεται από την κοινή ονομασία των φυτών Σανσεβιέρια στην αγγλική: mother-in-law (πεθερά)>. Βλέπε και Dracaena pethera ‘Silver Blue’.

petiole: βλ. μίσχος (φύλλου)

Phalaenopsis [Φαλαινόψις]: ονομασία γένους τροπικών φυτών στην οικογένεια Ορχιδοειδή με 74 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[36] και 30000 υβρίδια. Ενώ, 500 με 100 νέα υβρίδια εμφανίζονται κάθε χρόνο στην αγορά. Ετυμολογία: <ελλην. φάλαινα - φαλαινοειδές και ίσως είναι μια αναφορά στο γένος Phalaena, ονομασία που δόθηκε από τον Κάρολο Λινναίο σε μια ομάδα των μεγάλων σκόρων, επειδή τα άνθη ορισμένων ειδών υποτίθεται ότι ομοιάζουν με τους σκόρους κατά την πτήση>. Γι' αυτό τον λόγο, τα είδη μερικές φορές ονομάζονται «ορχιδέες σκόροι».

Philodendron [Φιλόδεντρο]: ονομασία γένους αναρριχητικών φυτών από τροπικές περιοχές που ανήκουν στην οικογένεια Αροειδή, της τάξης Αλισμώδη (Alismatales), με 557 (επί του παρόντος) καταγεγραμμένα είδη[13]. Ετυμολογία: <φίλος + δέντρον>, λόγω του ότι προσκολλάται στα δέντρα[14]. Βλέπε και Philodendron hederaceum var. hederaceum ‘Brasil’.

Phragmipedium [Φραγμόπους]: ονομασία γένους ορχιδεών στην οικογένεια Ορχιδοειδή με 23 επί του παρόντος καταγεγραμμένα είδη και υβρίδια[29]. Ετυμολογία: <ελλην. φράγμα (σχετίζεται με τα τρία ανοίγματα στο εσωτερικό του άνθους) + αρχ. ελλην. ιατρ. επθμ. -pedia (πούς: πόδι). Συντομογράφεται και ως Phrag. Βλέπε και ετυμολογία Paphiopedilum πιο πάνω.

phylloclade: βλ. φυλλοκλάδιο

phyllophorous [φυλλοφόρο]: που φέρει φύλλα. Χρησιμοποιείται επίσης για να υποδείξει την κατηγορία τροπικών φυλλοφόρων φυτών. Παράδειγμα: Aglaonema, Epipremnum, Calathea, Goeppertia, Philodendron κ.α. Βλέπε και φυλλοφόρο φυτό.

phyllotaxy: βλ. φυλλοταξία

phylum: βλ. φυλή, φύλο (ταξινομική μονάδα)
phytodermatitis: βλ. φυτοδερματίτιδα
phytography: βλ. φυτογραφία
phytotherapy: βλ. βοτανοθεραπεία

phytoremediation: φυτοεξυγίανση ή ριζοφιλτράρισμα ή βιοθεραπεία εδάφους (λιγότερο δόκιμος ο όρος φυτοθεραπεία). Βλέπε και το σχετικό άρθρο: Η μικροβιοκοινότητα της ριζόσφαιρας.

Piaranthus [Πλαδανθός]: ονομασία γένους παχύφυτων. Ετυμολογία: <πλαδαρός + άνθος>, για την σαρκώδη στεφάνη στο κέντρο των λουλουδιών[6, 15]. Βλέπε και: Piaranthus punctatus.

pictus [ποικιλτός]: ετυμολογία: <λατιν. pingo (βάφω, χρωματίζω, διακοσμώ με χρώματα, στολίζω/κεντώ σε ύφασμα)[25, 26]>. Βλέπε και Scindapsus pictus 'Trebie'.

pilosior [τριχωτή]: ονομασία είδους για την Peperomia rotundifolia var. pilosior. Ετυμολογία: <λατιν. pilosus + ior (στην τρίτη κλίση)>[16, 17].

pinnatus, pinnata, pinnatum [πτερωτός, πτερωτή, πτερωτό -ο, -η, -το]: αναφέρεται σε κάποια χαρακτηριστικά ενός φυτού τα οποία προσομοιάζουν στην πτερωτή εμφάνιση ή σε εμφάνιση με πούπουλα. ετυμολογία: <λατιν. pinnātus (πτερωτός· καλυμμένος με πούπουλα)>[18]. Βλέπε και: Epipremnum pinnatum NJOY.

Piperaceae: βλ. Πιπεροειδή.

pistil: βλ. ύπερος

plant growth regulators (PGRs) [ρυθμιστές ανάπτυξης φυτών, αυξητικές ορμόνες]: σε γενικές γραμμές, υπάρχουν πέντε τύποι φυτικών ορμονών, συγκεκριμένα: αυξίνη (auxin), γιββερελλίνες (gibberellins [GAs]), κυτοκινίνες (cytokinins), αποσκισικό οξύ (abscisic acid [ABA]) και αιθυλένιο. Εκτός από αυτά, υπάρχουν περισσότερες παράγωγες ενώσεις, τόσο φυσικές όσο και συνθετικές, οι οποίες δρουν επίσης ως ρυθμιστές της ανάπτυξης των φυτών.

plant soil: βλ. φυτόχωμαμείγμα, υπόστρωμα, χώμα. Για περισσότερα βλέπε και το άρθρο: Χώμα για Παχύφυτα.
plantlet: βλ. φιντάνι

Plectranthus [Πλήκτρανθος]: ονομασία γένους ποωδών φυτών στην οικογένεια Χειλανθή (Lamiaceae) με 358 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[30]. Ετυμολογία: <ελλην. πλήκτρο + άνθος, για το κωνικό σχήμα των λουλουδιών[31, 32]> .Βλέπε και: Plectranthus scutellarioides 'Skyfire'.

pleiochasium: βλ. πλειοχάσιο (τύπος ταξιανθίας)
pod, seed-pod: βλ. περισπέρμιο

podophyllum [ποδόφυλλο]: ετυμολογία <ελλην. πόδι + φύλλο, για το μέγεθος και σχήμα των φύλλων. Ωστόσο, το πιθανότερο είναι ότι προέρχεται από έναν προγενέστερο όρο: «χηνοπόδι», λόγω του ότι τα φύλλα μοιάζουν στο σχήμα με το πόδι της χήνας. Παραδείγματα: Podophyllum peltatum, Syngonium podophyllum.

polybotrya [πολύβοτρυς]: για τα λουλούδια σε διάταξη βότρυ[19]. Ετυμολογία: <αρχ. ελλην. πολύβοτρυς (πολύ + βότρυς)>[20]. Βλέπε και Peperomia polybotrya.

polygamous: βλ. πολύγαμα (φυτά)
polyphyletic: βλ. πολυφυλογενετικό, πολυφυλετικό
polyphyly: βλ. πολυφυλία

polyploidy [πολυπλοειδία]: η πολυπλοειδία είναι η κατάσταση ενός κυττάρου ή οργανισμού που έχει περισσότερα από δύο ζεύγη (ομόλογη σειρά) χρωμοσωμάτων. Τα περισσότερα είδη των οποίων τα κύτταρα έχουν πυρήνες (ευκαρυωτικά) είναι διπλοειδή, που σημαίνει ότι έχουν δύο σειρές χρωμοσωμάτων - ένα σύνολο που κληρονόμησαν από κάθε γονέα. Εντούτοις, η πολυπλοειδία απαντά σε ορισμένους οργανισμούς και είναι ιδιαίτερα συχνή στα φυτά. Ένα παράδειγμα πολυπλοειδούς φυτού είναι και ο επίφυτος κάκτος: Rhipsalis baccifera subsp. horrida.

potting soil: βλ. φυτόχωμαμείγμα, υπόστρωμα, χώμα. Για περισσότερα βλέπε και το άρθρο: Χώμα για Παχύφυτα.

POWO - Plants of the World Online: το POWO είναι μια ηλεκτρονική βάση δεδομένων που δημοσιεύεται από τους  Βασιλικούς Βοτανικούς Κήπους του Kew. Ξεκίνησε το Μάρτιο του 2017 με απώτερο στόχο να «επιτρέψει στους χρήστες να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με όλα τα γνωστά φυτά που φέρουν σπόρους, μέχρι το 2020». Η αρχική εστίαση ήταν στα τροπικά αφρικανικά φυτά, ιδιαίτερα στη Flora Zambesiaca, στη χλωρίδα της δυτικής τροπικής Αφρικής και στη χλωρίδα της τροπικής Ανατολικής Αφρικής. Μετάβαση στην ιστοσελίδα.

prayer-plant family [οικογένεια των προσευχόμενων φυτών· οικογένεια των φυτών που προσεύχονται]: συνώνυμο συνήθως για τα φυτά της οικογένειας Μαραντοειδή. Η  ονομασία δόθηκε λόγω του ότι τα μεγάλα φύλλα αυτών των φυτών στρέφονται προς τα επάνω (κλείνουν) τη νύχτα. Αυτή την ιδιότητα την έχουν όμως και άλλα φυτά, όπως Calathea και Goeppertia.

pregermination [προβλάστηση]: ο όρος αναφέρεται στην προβλάστηση σπόρων. Η μεταχείριση των σπόρων για την πρόκληση βλάστησης πριν από τη φύτευση· ετυμολογία <pre + germination (προ + βλάστηση)>.

procumbent [εδαφοκαλυπτικό]: φυτό με ανάπτυξη στελεχών που απλώνονται κατά μήκος του εδάφους αλλά δεν ριζοβολούν στους κόμβους. Δεν βρίσκεται τόσο κοντά στο έδαφος όσο το φυτό με έρπουσα δομή στελέχους (prostrate). Αυτά είναι τα εδαφοκαλυπτικά φυτά, ιδανικά για εδαφοκάλυψη σε κήπους, παρτέρια. Παράδειγμα: Evolvulus. Βλέπε και το άρθρο: Στέλεχος φυτού: χαρακτηριστικά και διαφορετικοί τύποι.

prostrate [πρηνές, έρπον (στέλεχος)]: ένα φυτό με δομή στελέχους η οποίο κείτεται επίπεδα στο έδαφος.

Pseudorhipsalis [Ψευδοριψαλίς]: ονομασία γένους επίφυτων κάκτων, στην οικογένεια των Κακτοειδών. Ετυμολογία: <ψευδο + ριψαλίς> για την ομοιότητά της με τα φυτά του γένους Ριψαλίς (Rhipsalis)[6].  Βλέπε και Pseudorhipsalis amazonica, Pseudorhipsalis ramulosa.

pubescent [χνουδωτός]: αναφέρεται συνήθως στα μαλακά μέρη μιας ανθοφορίας που φέρουν λεπτές τρίχες ή χνούδι.

pumice: βλ. ελαφρόπετρα

pumila, pumilus, pumili [νανοφυής]: η ετυμολογία αντιστοιχεί στη λατινική λέξη pumilus που σημαίνει νάνος[21, 22]. Βλέπε και Ficus pumila 'Variegata'Kalanchoe pumila.

punctatus [στικτός]: (1) για τα στικτά φύλλα: (Aichryson) - (2) για τα στίγματα στη στεφάνη των ανθών: (AlsobiaBrachystelmaPelargoniumPiaranthus) - (3) ίσως για τη στεφάνη καλυμμένη με ρόζους: (Dischidia)[23]. Ετυμολογία: λατιν. punctŭs (για κάποιον που δέχτηκε τσίμπημα, για κάτι που σημειώνεται με τελείες/στίγματα/κουκίδες)[6].  Βλέπε και: Piaranthus punctatus.

purpureus, purpurea, purpureum: πορφυρό/πορφυρά (η), μοβ, σκούρο κόκκινο[24]. Αναφέρεται (1) στο χρώμα του φυτού γενικότερα (Tetragonia), Tradescantia pallida 'Purpurea'), (2) στο μοβ περιθώριο των φύλλων (Aloe), (3) στο χρώμα του κεντρικού κορμού στα φυτά (Echinocereus engelmannii var.), (4) στο χρώμα του άνθους (Cheiridopsis, Coleocephalocereus, Delosperma, Lampranthus, Micranthocereus, Schizoglossum elingue ssp., Sulcorebutia)[6].

pygmyweed [πυγμαιόχορτο]: ετυμολογία: <pygmy (πυγμαίος, νάνος) + weed (αγριόχορτο, ζιζάνιο)>. Βλέπε και Crassula multicava 'Purple Dragon'.


__________
Παραπομπές

1. merriam-webster: cymbium || finedictionary: cymbium
2. ετυμολογικό λεξικό: κύμβη, κυμβίον
3. LatDict: cymbium
4. academic: παλαιοτροπικός
5. wiktionary: pallidus
6. Etymological Dictionary of Succulent Plant Names - Urs Eggli, Leonard E. Newton
7. online latin dictionary: pānĭcŭla
8. online latin dictionary: pecunia και folium.
9. wikipedia: Indian pennywort (Centella asiatica)
10. the free dictionary: pennywort
11. POWO: γένος Peperomia
12. wikipedia: perennation
13. POWO: γένος Philodendron
14. etymonline: philodendron
15. casabio: Piaranthus etymology (αρκετές φορές που επισκέφθηκα την εν λόγω ιστοσελίδα ήταν μολυσμένη με ιό/ιούς, συνεπώς δεν δίνω ενεργό σύνδεσμο)
16. latin dictionary: pilosus
17. wiktionary: κατάληξη -ior στη Λατινική.
18. online latin dictionary: pinnātus
19. Orchidaceae Stelis Swartz: Compendium - Óscar Duque Hernández, σελ. 315
20. lexigram.gr: πολύβοτρυς
21. Gaffiot, Félix - Dictionnaire illustré Latin-Français, (1934)
22. LatDict: pumilus, pumili
23. wiktionary: punctus
24. LatDict: purpureus
25. online latin dictionary: pingo
26. enacademic: ποικιλτός
27. POWO: γένος Paphiopedilum
28. POWO: γένος Parodia
29. POWO: γένος και υβρίδια Phragmipedum
30. POWO: γένος Plectranthus
31. academic: πλήκτρανθος
32. Flora & Fauna Web: Plectranthus etymology
33. POWO: γένος Pellionia
34. CRC World Dictionary of Plant Names - Umberto Quattrocchi, σελ. 1992
35. The Freycinet Expedition, 1818-1819: Plus Reference Tables - Rodrigue Lévesque
36. POWO: γένος Phalaenopsis
.
βοτανική ορολογία, λεξικό, γλωσσάρι, φυσιολογία φυτών, ορισμός, μετάφραση, σημασία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου