⚠️ σε αυτό το ιστολόγιο διαβάζεις ξεκούραστα, δίχως παράθυρα να πετάγονται αριστερά/δεξιά, ⛔δίχως διαφημίσεις.
Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να διαβάσεις αυτό το μήνυμα.

Βοτανική Ορολογία :: Letter N

Letter N, n

βοτανική ορολογία, βοτανικό λεξικό, βοτανικό γλωσσάρι για παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου - letter N
Νανανθός ο μαργαριτοφόρος: ένα από τα πιο εντυπωσιακά φυτά πάγου
ή δροσουλίτες, όπως είναι αλλιώς γνωστοί.

Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου


Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.

ενημέρωση: 13 Φεβρουαρίου 2019

Nananthus [Νανανθός]: ονομασία γένους μικρών παχύφυτων. Ετυμολογία: νάνος + άνθος. Για το μικρό μέγεθος των φυτών. Βλέπε και: Nananthus margaritiferus.

Nandina [Ναντίνα]: ονομασία γένους ανθοφόρων τροπικών φυτών, συνήθως θάμνων, στην οικογένεια Βερβεριδοειδή, με 1 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένο είδος[8], το οποίο είναι η Ναντίνα η οικιακή.

native: ενδημικό

naturalist [φυσιογνώστης, φυσιοδίφης]: αυτός που ερευνά ενδελεχώς τη φύση, κυρίως στον τομέα της ζωολογίας και της βοτανικής, συμπεριλαμβάνεται ωστόσο και η ορυκτολογία[7]. Ετυμολογία: <φυσιο- + -δίφης <αρχ. ελλ. διφάω-ῶ (ερευνώ ενδελεχώς).

navicularis [ναβικουλάρις]: ετυμολογία: λατιν. navicula: σε σχήμα μικρής βάρκας και αναφέρεται στο σχήμα των φύλλων[1, 2]. Βλέπε και Callisia navicularis.

nectaries: νεκτάρια

node: γόνατο

NOID/NoID: (No Identification). Αναφέρεται στο φυτό που δεν έχει κάποια καρτέλα οπότε δεν μπορεί να αναγνωριστεί. Πολλά φυτά μπορούν να είναι παρόμοια εξωτερικά ωστόσο να ανήκουν σε διαφορετικό είδος/οικογένεια.

nom. cons. (nomen conservandum) [διατηρητέο όνομα]: είναι μια επιστημονική ονομασία που έχει ειδική ονοματολογική προστασία. Το Nomen conservandum είναι ένας λατινικός όρος που σημαίνει «ένα όνομα που πρέπει να διατηρηθεί». Στη βοτανική ονοματολογία, η διατήρηση είναι μια ονοματολογική διαδικασία που διέπεται από το άρθρο. 14 του ICN. Ο σκοπός της είναι: «να αποφευχθούν οι δυσμενείς ονοματολογικές αλλαγές, που συνεπάγεται την αυστηρή εφαρμογή των κανονισμών και ιδίως της αρχής της προτεραιότητας [...]» (άρθρο 14 παράγραφος 1).
Η διατήρηση είναι δυνατή μόνο για τα ονόματα στη βαθμίδα της οικογένειας, του γένους ή του είδους[3].

nom. dub. (nomen dubium) [ανεφάρμοστο όνομα]: στην ονοματολογία των ταξινομικών βαθμίδων αφορά σε ένα όνομα αμφιβόλου εφαρμογής. Η πηγή προέλευσης του ονόματος είναι είτε άγνωστη είτε αμφιβόλου εφαρμογής[4].

nom. err. (nomen erratum) [εσφαλμένο όνομα]: στην ονοματολογία των ταξινομικών βαθμίδων, αφορά σε ένα όνομα που δόθηκε εσφαλμένα.

nom. illeg. (nomen illegitimum) [παράνομο όνομα]: στην ονοματολογία των ταξινομικών βαθμίδων αφορά σε ένα παράνομο όνομα, δηλαδή όνομα που δημοσιεύθηκε μεν, αλλά όχι σύμφωνα με τον ICBN[5, 6].

nom. inval. (nomen invalidum) [μη έγκυρο όνομα]: στην ονοματολογία των ταξινομικών βαθμίδων αφορά σε ένα μη έγκυρο όνομα.

nom. nov. (nomen novum) [νέο όνομα]: στην ονοματολογία των ταξινομικών βαθμίδων αφορά σε ένα (νέο) όνομα που αντικαθιστά ή υποκαθιστά κάποιο άλλο και δημιουργείται αποκλειστικά γι’ αυτό τον σκοπό. Αυτό γίνεται μόνο όταν αυτό το άλλο όνομα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τεχνικούς, ονοματολογικούς λόγους (για παράδειγμα επειδή είναι ομώνυμο: γράφεται το ίδιο με ένα παλαιότερο όνομα)· αυτό δεν ισχύει όταν αλλάζει ένα όνομα για ταξινομικούς λόγους (όταν αντιπροσωπεύει μια αλλαγή στην επιστημονικού περιεχομένου).

nom. nud. (nomen nudum) [γυμνό όνομα]: στην ονοματολογία των ταξινομικών βαθμίδων αφορά σε ένα γυμνό όνομα, δηλαδή όνομα που δημοσιεύθηκε χωρίς να συνοδεύεται από επαρκή περιγραφή[5].

nom. prov. (nomen provisorium) [προσωρινό όνομα]: στην ονοματολογία των ταξινομικών βαθμίδων αφορά σε ένα προσωρινό όνομα. Όνομα το οποίο δεν έχει δημοσιευθεί σύμφωνα με τον ICBN και είναι πιθανόν να αλλάξει αργότερα, απλά χρησιμοποιείται σαν όνομα εργασίας ανάμεσα στους μελετητές μια ταξινομικής βαθμίδας (taxon), μέχρι να καθοριστεί το σωστό[5].

Notocacteae: Νοτοκακτέες.
Notocactus [Νοτόκακτος]: συνώνυμο του γένους Parodia.

nov. sp.: novum speciēs → νέο είδος. Συντομογράφεται και ως sp. nov.

nov. var.: novum varietas → νέα ποικιλία.

nurseryman: φυτοκόμος (άνδρας)


__________
Παραπομπές

1. Etymological Dictionary of Succulent Plant Names - Urs Eggli, Leonard E. Newton
2. LatDict: navicula, naviculae
3. wikipedia: Conserved name
4. Dinosaurs by the Decades - Randy Moore
5. Ελληνική Εταιρεία Φίλων της Ορχιδέας: λεξικό όρων
6. wikipedia: Nomen illegitimum
7. dictionary: naturalist
8. POWO: γένος Nandina
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου