⚠️ σε αυτό το ιστολόγιο διαβάζεις ξεκούραστα, δίχως παράθυρα να πετάγονται αριστερά/δεξιά, ⛔δίχως διαφημίσεις.
Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να διαβάσεις αυτό το μήνυμα.

Βοτανική Ορολογία :: Γράμμα Κάππα

Γράμμα Κάππα (Κ, κ)


καταβολάδα, layering, πολλαπλασιασμός φυτού
Καταβολάδα [layering]: πολλαπλασιασμός φυτού με καταβολάδα.

Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου


Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.

ενημέρωση: 7 Νοεμβρίου 2019

Κακτέες [Cacteae]: φυλή στην οικογένεια Κακτοειδή. Ετυμολογία και ανάλυση μεταγραφής στα ελληνικά βάσει του πίνακα μεταγραφής:  Cactus+eae → Κάκτος+έες → Κακτέες.

Κακτοειδή [Cactaceae]: η οικογένεια των Κακτοειδών (Cactaceae).Cactus + -aceae: από τη λατινική λέξη cactus[1]. Ανάλυση μεταγραφής στα ελληνικά βάσει του πίνακα μεταγραφής: Cact-aceae → Κακτο+ειδή → Κακτοειδή.

Κακτοΐδες [Cactoideae]: υποοικογένεια στην οικογένεια Κακτοειδή. Ετυμολογία και ανάλυση μεταγραφής στα ελληνικά βάσει του πίνακα μεταγραφής:  Cactus+oideae → Κάκτος+οΐδες → Κακτοΐδες.

κάλυκας [calyx]: το σύνολο των σεπάλων[2].

Καλυμμάνθεα [Calymmantheae]: φυλή στην οικογένεια Κακτοειδή. Ετυμολογία και ανάλυση μεταγραφής στα ελληνικά βάσει του πίνακα μεταγραφής:  Calymma+antheae → Κάλυμμα+άνθεα → Καλυμμάνθεα.

καλυπτροειδή [galeate]: συμπέταλα άνθη που σχηματίζουν καλύπτρα. Παραδείγματα: Αconitum sp.[2]

καμπανουλοειδή [campanulate]: στεφάνη σε σχήμα καμπάνας. Χαρακτηριστικά στην οικογένεια Campanulaceae π.χ. Campanula pyramidalis[2]. Βλέπε και συμπέταλα άνθη.

καρπόφυλλο [carpel]: ένα από τα μεμονωμένα θηλυκά αναπαραγωγικά όργανα σε ένα άνθος. Ένα καρπόφυλλο αποτελείται από μια ωοθήκη, έναν στύλο και ένα στίγμα, αν και μερικά άνθη έχουν καρπόφυλλα χωρίς ευδιάκριτο στύλο. Αρχικώς, τα καρπόφυλλα είναι φύλλα (μεγασπορόφυλλα) που έχουν εξελιχθεί ώστε να περικλείουν τα ωάρια. Ο όρος ύπερος χρησιμοποιείται μερικές φορές για να αναφέρεται σε ένα μόνο καρπόφυλλο ή σε πολλά καρπόφυλλα συγκολλημένα μαζί.

καταβολάδα [layering]: πληθ. καταβολάδες. Μέθοδος πολλαπλασιασμού των φυτών, κατά την οποία ένα κλαδί, χωρίς να αποκοπεί από τον κορμό, φυτεύεται απλώνοντάς το οριζοντίως στο χώμα ή το κλαδί καλύπτεται με χώμα, για να σχηματίσει καινούρια ρίζα. Ο συγκεκριμένος βλαστός ή και το νέο φυτό που δημιουργείται με τον παραπάνω τρόπο μπορεί να αποκοπεί από το μητρικό φυτό όταν είναι σε θέση να αναπτυχθεί μόνο του.

κατακείμενο/έρπον [decumbent, creeping]: Ετυμολογία: από τη λατινική decumbo, λέξη που σημαίνει ξαπλώνω. Στη βοτανική αναφέρεται σε ένα φυτό ή μέρος ενός φυτού του οποίου η δομή ανάπτυξης των στελεχών του είναι οριζόντια, κατά μήκος του εδάφους, με το άκρο να καμπυλώνει προς τα πάνω. Στην κατακείμενη ανάπτυξη τύπου creeping, το άκρο δεν καμπυλώνει προς τα πάνω. Βλέπε και το άρθρο Tradescantia: ποικιλίες εσωτερικού χώρου.

καυλός [caulis]: το μέρος του φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, το στέλεχος[3, 4]. Ο όρος εμφανίζεται συνήθως ως δεύτερο συνθετικό της λέξης παχύκαυλο (βλέπε τον όρο πιο κάτω). Αντώνυμο: άκαυλος.

κάψα, κάψουλα, καψάκιο[capsule]: στη βοτανική, η κάψα, κάψουλα ή το καψάκιο, είναι ένα είδος απλού αποξηραμένου καρπού, η οποία παράγεται από πολλά είδη ανθοφόρων φυτών[16]. Η κάψουλα είναι μια δομή που αποτελείται από δύο ή περισσότερα καρπόφυλλα. Βλέπε και περισπέρμιο.

κεφάλιο [capitulum/head]: κεντρικός μίσχος με αποπλατυσμένο (δισκοειδές) άκρο, στο οποίο φύονται τα άνθη[2].

κεφάλιο, σύνθετο [compound capitulum]: κεντρικός μίσχος με αποπλατυσμένο (δισκοειδές) άκρο, στο οποίο φύονται τα άνθη σε σχήμα σφαιροειδές. Παράδειγμα: Echinops ritro[5].

κεντρική στεφάνη: βλέπε κορώνα

Κερέες [Cereeae]: φυλή στην οικογένεια Κακτοειδή. Ετυμολογία και ανάλυση μεταγραφής στα ελληνικά βάσει του πίνακα μεταγραφής:  Cereus+eae → Κέρεος+έες → Κερέες.

κηπολόγος: φυτοκόμος
κηπουρός: φυτοκόμος

κλαδώδιο [cladode]: (πληθυντικός κλαδώδια - cladodes). Ένα πεπλατυσμένο όργανο που προέρχεται από το στέλεχος ενός φυτού. Αυτά τα όργανα συχνά αντικαθιστούν τα φύλλα σε φωτοσυνθετική λειτουργία, καθώς τα φύλλα σε τέτοια φυτά (για παράδειγμα τα σπαράγγια) συνήθως περιορίζονται σε φολίδες. Μπορεί επίσης να αναφέρεται στον γενικά πεπλατυσμένο βλαστό όπως στα τμήματα των βλαστών των κάκτων στο γένος Schlubmergera, τα οποία στην πραγματικότητα είναι αυτό ακριβώς - πεπλατυσμένοι βλαστοί - και όχι φύλλα όπως ίσως φαίνονται με την πρώτη ματιά[6]. Βλέπε και το σχετικό λήμμα φυλλοκλάδιο. Η διαφορά ανάμεσα στα δυο είναι ότι το φυλλοκλάδιο είναι βλαστός, κλαδί και όχι το στέλεχος του φυτού. Και έχει τροποποιηθεί ως φύλλο για να επιτελεί φωτοσύνθεση[7].

Κλούσια: Clusia.

Κλουσιοειδή [Clusiaceae]: εσφαλμ. Κλουσιιδή. ονομασία οικογένειας τροπικών φυτών. Ετυμολογία: <Clusia (Κλούσια) + -aceae (-οειδή). Ανάλυση μεταγραφής στα ελληνικά: από τον πίνακα μεταγραφής γνωρίζουμε ότι η κατάληξη -aceae σημαίνει -οειδή>.

κλώνος [κλώνος]: πληθυσμός γενετικά ομοιογενών ατόμων (αποτέλεσμα αγενούς αναπαραγωγής)[8].

Κνιδοειδή [Urticaceae]: Τα Κνιδοειδή είναι μια οικογένεια ανθοφόρων φυτών αποτελούμενη από 57 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα γένη φυτών[17]. Ετυμολογία: <από το γένος Κνίδη (Urtica) που είναι η βοτανική ονομασία για τα φυτά της τσουκνίδας>. Τα Κνιδοειδή περιλαμβάνουν μια σειρά γνωστών και χρήσιμων φυτών, συμπεριλαμβανομένων των τσουκνίδων όπως: Κνίδη η δίοικος (Urtica dioica), Κνίδη η καυστηρά (Urtica urens), Κνίδη η μεμβρανώδης (Urtica membranacea), Κνίδη η σφαιριδιοφόρος (Urtica pilulifera) κ.α. Εκτός αυτών, από την οικογένεια είναι γνωστά και καλλωπιστικά φυτά, όπως φυτά στα γένη: Πιλέα (Pilea spp.), Πελιονία (Pellionia spp.)

κολεός [sheath]: βάση ενός φύλλου (συνήθως στα μονοκοτυλήδονα) που συνήθως περιβάλλει το βλαστό[8].

Κολοκασία, Κολοκάσια [Colocasia]: ονομασία γένους φυλλοφόρων τροπικών φυτών με 10 καταγεγραμμένα (επί του παρόντος) είδη[9].

Κομμελινοειδή [Commelinaceae]: μια μεγάλη ευρέως διανεμημένη οικογένεια ποωδών φυτών που έχουν τέλεια λουλούδια με ευδιάκριτο κάλυκα, κορρόλα και με τα άνω φύλλα διαμορφωμένα σαν σπάθη, τα οποία συγκροτούν τα αραχνόχορτα[10]. Τα γνωστότερα γένη που απαντούν ως καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου είναι τα: Callisia spp., Cyanotis spp. και Tradescantia spp.

κομπόστ [compost]: το κομπόστ είναι οργανική ύλη που έχει αποσυντεθεί σε μια διαδικασία που ονομάζεται κομποστοποίηση. Αυτή η διαδικασία ανακυκλώνει διάφορα οργανικά υλικά τα οποία διαφορετικά θεωρούνται ως απόβλητα και παράγει ένα βελτιωτικό εδάφους που λειτουργεί ως λίπασμα (το κομπόστ). Το κομπόστ είναι η τεχνητή δημιουργία χούμου. Η διαδικασία κομποστοποίησης περιλαμβάνει τη διατήρηση των φύλλων σε κάποιο εξωτερικό χώρο εκτεθειμένο στις καιρικές συνθήκες. Αυτό μπορεί να είναι κάτι πολύ απλό, όπως ένα συρμάτινο πλέγμα που να μην επιτρέπει στα φύλλα να σκορπιστούν από τον αέρα, ή μπορεί να είναι κάποια συσκευή του εμπορίου κατασκευασμένη ειδικά γι' αυτό το σκοπό.

κόνδυλος [tuber, tubercle]: είναι η σαρκώδης διόγκωση μιας ρίζας ή ενός βλαστού (υπόγειου, αλλά καμιά φορά και υπέργειου), όπου το φυτό αποθησαυρίζει διάφορες ουσίες. Η ανάπτυξη αυτών των στελεχών επιβραδύνεται, γι' αυτό και οι άκρες διογκώνονται λόγω της συσσώρευσης διαφόρων ουσιών. Οι κόνδυλοι έχουν στρογγυλεμένο ή ωοειδές σχήμα, φέρουν κόμβους και εσωτερικούς κόμβους με φολιδωτά φύλλα και οφθαλμούς. Υπό ευνοϊκές συνθήκες, αυτοί οι οφθαλμοί βλασταίνουν και παράγουν εναέριους βλαστούς. Έτσι, οι κόνδυλοι βοηθούν και στον βλαστικό πολλαπλασιασμό. Δεν παράγουν τυχαίες ρίζες, έτσι διαφέρουν από τα ριζώματα. Παράδειγμα: Πατάτα (Solanum tuberosum). Για περισσότερα καθώς και για τις διαφορές τους με βολβό και ρίζωμα βλέπε και το άρθρο: Στέλεχος φυτού: Χαρακτηριστικά και διαφορετικοί τύποι.

κουκουρμπιτακίνη [cucurbitacin]: οποιαδήποτε από μια κατηγορία πικρών στεροειδών, που βρίσκονται στα φυτά της οικογένειας των Κολοκυνθοειδών (Cucurbitaceae), που τα αποτρέπει να καταναλωθούν από φυτοφάγα ζώα[15]. Τα τελευταία χρόνια έχουν αναφερθεί αλλεπάλληλα περιστατικά δηλητηρίασης από το χυμό κάποιων μελών φυτών στην οικογένεια των Κολοκυνθοειδών. Για περισσότερα ως προς αυτό βλέπε: Λίστα με τα ασφαλή και τοξικά φυτά: Letter L.

κόρυμβος [corymb]: απλή βοτρυόμορφη ταξιανθία. στην οποία τα άνθη φέρονται σε πλευρικούς, διαφορετικού μήκους ποδίσκους (οι μεγαλύτεροι στη δάση). Το αποτέλεσμα αυτής της διάταξης είναι τα άνθη να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο[8].

κόρυμβος, σύνθετος [compound corymb]: κεντρικός μίσχος, στα πλάγια του οποίου φύονται βοτρυώδεις ταξιανθίες[2].

κορώνα (καρδιά) [crown]: η κεντρική στεφάνη του φυτού. Είναι το σημείο όπου το κεντρικό στέλεχος του φυτού (το φυλλώδες) συναντά τις ρίζες, το σημείο όπου η ενέργεια και τα θρεπτικά συστατικά από τις ρίζες μεταφέρονται στους μίσχους και στη συνέχεια στα άνθη[11].


κοτυληδόνες [cotyledons]: μεταμορφωμένα αποταμιευτικά φύλλα στα σπέρματα των αγγειόσπερμων. Οι κοτυληδόνες λειτουργούν άλλοτε φωτοσυνθετικά και άλλοτε αποταμιευτικά[8].

Κρασσουλοειδή [Crassulaceae]:  Τα Κρασσουλοειδή, είναι μια οικογένεια δικοτυλήδονων, στην μείζονα ομάδα των Αγγειόσπερμων, με χυμώδη φύλλα. Είναι γενικά ποώδη, αλλά υπάρχουν και σχετικά λίγα τριχοειδή ή υδρόβια φυτά. Απαντούν παγκοσμίως, αλλά κυρίως εμφανίζονται στο βόρειο ημισφαίριο και στη νότια Αφρική, συνήθως σε ξηρές ή/και ψυχρές περιοχές όπου το νερό μπορεί να είναι σπάνιο. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 1400 είδη και 33 (επί του παρόντος) καταγεγραμμένα γένη[12,13].

Κρότων, Κρότωνας [Croton]: στη βοτανική είναι η κοινή ονομασία του φυτού Codiaeum variegatum. Ετυμολογία <αρχ. ελλην. κρότωνας (ακαρι, τσιμπούρι). Η ονομασία προέρχεται από το σχήμα των σπόρων που στο εν λόγω φυτό μοιάζουν με τα τσιμπούρια.

κυάθιο [cyathium]: τύπος ταξιανθίας που συναντάται στα μέλη της οικογένειας των Ευφορβιοειδών. Για μεγάλο διάστημα θεωρούσαν το κυάθιο ερμαφρόδιτο άνθος, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για άθροισμα λουλουδιών. Το κεντρικό θηλυκό άνθος βρίσκεται πάνω σε ευλύγιστο ποδίσκο και αποτελείται από έναν ύπερο χωρίς περιάνθιο, ενώ τα αρσενικά άνθη αποτελούνται από έναν μόνο αρθρωτό στήμονα, που συνοδεύεται από μικρό περιάνθιο. Ένα περίβλημα, αποτελούμενο από τέσσερα φυλλάρια σε σχήμα μισοφέγγαρου, περισφίγγει το σημείο απ’ όπου βγαίνουν τα άνθη[14]. Βλέπε και αμφίφυλλο άνθος.

Απλή κυματοειδής ταξιανθία:
το γηραιότερο άνθος βρίσκεται στην κορυφή της ανθοφορίας
Διπλή κυματοειδής ταξιανθία:
τα νεότερα άνθη αναπτύσσονται στα αριστερά και δεξιά της κεντρική ταξιανθίας.
κυματοειδής (ταξιανθία) [cyme]: τύπος ταξιανθίας κατά την οποία το γηραιότερο άνθος βρίσκεται στην κορυφή του κεντρικού ανθοφόρου στελέχους.

κυματοειδής κόρυμβος [corymbose cyme]: κυματοειδής ταξιανθία με επίπεδη κορυφή που μοιάζει με κόρυμβο. Παράδειγμα: Crassula cooperi.

κυματοειδής με μορφολογία σκιαδίου [umbelliform cyme]: τύπος ταξιανθίας π.χ. Pelargonium x hortum[2].

κυτταροκαλλιέργεια [cell culture]: συνώνυμος όρος της ιστοκαλλιέργειας. Για περισσότερα βλέπε: μικροπολλαπλασιασμός.


__________
Παραπομπές

1. wikipedia: Cactaceae
2. plantsdb.gr: Το Άνθος - Δομή, Μορφολογία και Λειτουργίες
3. latin dictionary: caulis
4. academic greek dictionary: καυλός
5. wikipedia: inflorescence
6. wiktionary: cladode
7. socratic.org: difference between a cladode and a phylloclade
8. botany.gr: ορολογία Κ - Ρ
9. kew.org: γένος Colocasia
10. merriam-webster: Commelinaceae
11. thespruce: plant crown
12. wikipedia: Crassulaceae
13. kew.org: οικογένεια Cracculaceae
14. academic greek dictionary: κυάθιο
15. wiktionary: curcubitacin
16. Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα (11η έκδοση) Cambridge University Press
17. POWO: οικογένεια Urticaceae
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου