⚠️ σε αυτό το ιστολόγιο διαβάζεις ξεκούραστα, δίχως παράθυρα να πετάγονται αριστερά/δεξιά, ⛔δίχως διαφημίσεις.
Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να διαβάσεις αυτό το μήνυμα.

Βοτανική Ορολογία :: Γράμμα Άλφα

Γράμμα Άλφα (Α, α)



αερόφυτο airplant, Tillandsia, ορισμός, ετυμολογία, λεξικό, βοτανική ορολογία, γλωσσάρι
αερόφυτο [airplant]: Tillandsia fasciculata στο Κρατικό Πάρκο Jonathan Dickinson, στη ΝΑ Φλόριντα.
© Hans Hillewaert / CC BY-SA 3.0

Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου

Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.

ενημέρωση: 8 Απριλίου 2020

Αγαύη [Agave]: ονομασία γένους παχύφυτων στην οικογένεια Ασπαραγοειδή με 268 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[22]. Ετυμολογία <αρχ. ελλην. Ἀγαυός (ένδοξος, επιφανής). Έχουμε επίσης το όνομα Αγαύη που ήταν η κόρη του βασιλιά των Θηβών Κάδμου και της Αρμονίας.

αδράνεια [dormancy]: στη φυσιολογία των φυτών, ο όρος αδράνεια αναφέρεται στην αδρανή περίοδο ανάπτυξης κάποιου φυτού. Πρόκειται για στρατηγική επιβίωσης που εκδηλώνεται από πολλά φυτικά είδη, γεγονός που τους επιτρέπει να αναστέλλουν την ανάπτυξή τους ώστε να επιβιώσουν σε κλίμα, όπου μέρος του έτους είναι ακατάλληλο για ανάπτυξη, όπως οι χειμερινές ή ξηρές εποχές[1].

Αειζωοειδή [Aizoaceae]: η οικογένεια των Αειζωοειδών (Aizoaceae). Aizoon + aceae. Aizoon: από την αρχαιοελληνική λέξη: ἀείζωον (αεί + ζώο)[2]. Η κατάληξη -aceae σημαίνει -οειδή, σύμφωνα με τον πίνακα μεταγραφής. Συνεπώς: Aizo-aceae →  Αεί+ζώο+οειδή → Αειζωοειδή (το δεύτερο όμικρον συντμείται). Τα Αειζωοειδή είναι μια μεγάλη οικογένεια δικοτυλήδονων ανθοφόρων φυτών που περιέχει 121 γένη και περίπου 1900 είδη[24]. Είναι κοινώς γνωστά ως Ζωντανές Πέτρες. Συχνά ονομάζονται vygies στη Νότια Αφρική και τη Νέα Ζηλανδία. Είναι είδη μικρών σε μέγεθος φυτών που μοιάζουν με πέτρες ή βότσαλα και μερικές φορές ονομάζονται mesembs (Mesembryanthemaceae= Μεσημβριανθεμοειδή).  Αρκετά είδη είναι γνωστά ως Φυτά Πάγου λόγω των λαμπερών σφαιρικών κυστοειδών κυττάρων που καλύπτουν το σώμα του φυτού. Αντιπρόσωποι αυτών των ιδιαίτερων αλλά όχι τόσο εύκολων στη φροντίδα φυτών είναι και τα: Titanopsis hugo-schlechteri και Nananthus margaritiferus.

αειθαλές (αείφυλλο) [evergreen]: ξυλώδες πολυετές φυτό που διατηρεί το φύλλωμά του με συνεχή ανανέωση των φύλλων του κατά τη διάρκεια του έτους. Τα αειθαλή στις εύκρατες και ψυχρές περιοχές αναπτύσσουν προσαρμοστικότητα, για να αποφεύγουν την απώλεια νερού με τη διαπνοή. π.χ. στα κωνοφόρα με τη βελονοειδή ή λεπιοειδή μορφή των φύλλων μειώνουν την επιφάνεια τους[3].

αερόφυτο [airplant]: με τον όρο αερόφυτο καλούμε συνήθως τα φυτά Τιλάντσια (Tillandsia) τα οποία είναι γυμνόριζα και επίφυτα. Έχει εσφαλμένα κυκλοφορήσει η φήμη ότι τα αερόφυτα δεν χρειάζονται νερό παρά μόνο αέρα για να επιβιώσουν. Στη φύση, τα αερόφυτα ενυδατώνονται από την πρωινή πάχνη και κυριότερα από την περιστασιακή βροχόπτωση, απορροφώντας την υγρασία από μικρά τριχίδια στα φύλλα. Σε συνθήκες καλλιέργειας εσωτερικού χώρου, τα αερόφυτα χρειάζονται εμβάπτιση των ριζών τους σε νερό κάθε μία με δύο εβδομάδες.

άκαυλος [acaulescent, stemless]: χωρίς στέλεχος· για φυτό που δεν έχει στέλεχος, ή είναι πολύ μικρό και παραμένει κρυμμένο στο έδαφος[18]. Ετυμολογία: <a (στερητικό) + caulis (καυλός → στέλεχος φυτού)[18, 19]>. Το αντίστοιχο μέρος για το άνθος η την ταξιανθία ονομάζεται ποδίσκος.

Αλόη [Aloe]: ονομασία γένους παχύφυτων στην οικογένεια Ασφοδελοειδή με 572 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[23]. Ετυμολογία <αρχ. ελλην. ἀλόη· εβραϊκή: אֲהָלִים‎· σανσκριτική: कालागुरु. Πιο γνωστή είναι το φυτό Aloe vera (Αλόη η γνήσια). Βλέπε και: Aloe 'Oik', Aloe 'Pink Blush'.

Αλοκασία, Αλοκάσια: Alocasia.

άμισχος [sessile]: χωρίς μίσχο· ανεφέρεται σε λουλούδι ή φύλλο που δεν έχει μίσχο.

αμφίφυλλο άνθος [unisexual flower]: ένα άνθος που διαθέτει είτε στήμονες είτε καρπόφυλλα, αλλά όχι και τα δύο. Ένα φυτό μπορεί να είναι αμφίφυλλο: δίοικο, που διαθέτει μόνο αρσενικά ή μόνο θηλυκά άνθη. Ή μπορεί να είναι μόνοικο: με αρσενικά και θηλυκά αναπαραγωγικά όργανα που εμφανίζονται στο ίδιο άνθος ή διαφορετικά αμφίφυλλα άνθη, αλλά στο ίδιο φυτό[21].

Αμπελοειδή [Vitaceae]: Τα Αμπελοειδή είναι μια οικογένεια φυτών με 16 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα γένη, μεταξύ των οποίων βρίσκουμε και τα: Ampelocissus, Cissus, Clematicissus, Cyphostemma, Parthenocissus, Rhoicissus, Tetrastigma, Vitis κ.α.[25]. Ετυμολογία και ανάλυση μεταγραφής στα ελληνικά βάσει του πίνακα μεταγραφής: Vitis+aceae → Άμπελος+οειδή → Αμπελοειδή.

Ανακαμψεροειδή [Anacampserotaceae]: Ανακαμψεροειδή <ανάκαμψη + οειδή> (βλέπε και Anacampseros). Τα Ανακαμψεροειδή είναι μια οικογένεια φυτών που προτάθηκε στο τεύχος Φεβρουαρίου 2010 του περιοδικού Taxon. Η οικογένεια περιγράφηκε από τους Urs Eggli και Reto Nyffeler στην ανάλυσή τους για την πολυφυλία στην υποτάξη Portulacineae (τάξη Καρυοφυλλώδη). Η νέα οικογένεια και ο ορισμός της βασίστηκαν σε μοριακά και μορφολογικά δεδομένα. Τα τρία αναγνωρισμένα γένη - Anacampseros, Grahamia και Talinopsis - τοποθετήθηκαν στα Πορτουλακοειδή (Portulacaceae)[4].

ανεμογαμές [wind-borne]: φυτό στο οποίο η επικονίαση γίνεται με τον άνεμο. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα άνθη είναι συνήθως μονογενή, στερούνται περιανθίου και εμφανίζονται πριν από τα φύλλα[3].

Ανεπίλυτο συνώνυμο [unresolved synonym]: αναφέρεται σε κάποιο διώνυμο (Διωνυμική ονοματολογία), το οποίο είτε παραμένει ανεπίλυτο, είτε η εξακρίβωσή του βρίσκεται σε εκκρεμότητα. Συγκεκριμένα, η παρούσα ονομασία του δεν έχει εξακριβωθεί είτε ως ένα κοινά αποδεκτό διώνυμο, ούτε ως συνώνυμο. Βλέπε και Διφορούμενο συνώνυμο.

άνθη αρσενικά: άνθη που έχουν μόνο στήμονες (στημονοφόρα)[3].

άνθη θηλυκά: άνθη που έχουν μόνο καρπόφυλλα (καρποφυλλοφόρα)[3].

άνθη μονογενή: άνθη με αναπαραγωγικά όργανα ενός μόνο γένους (αρσενικά η θηλυκά)[3]. Βλέπε επίσης δίοικα και μονόοικα.

άνθη διγενή: Άνθη που έχουν στήμονες και καρπόφυλλα. Τα διγενή άνθη, όταν φέρουν όλα τα δομικά στοιχεία (σέπαλα, πέταλα, στήμονες και καρπόφυλλα), λέγονται ακέραια[3]. Βλέπε επίσης δίοικα και μονόοικα.

ανθήλη: ίουλος
ανθοταξία: ταξιανθία

Αποκυνοειδή [Apocynaceae]: η οικογένεια των Αποκυνοειδών (Apocynaceae). Apocynum + -aceae: από την αρχαιοελληνική λέξη: ἀπόκυνον[5]. Ανάλυση μεταγραφής στα ελληνικά βάσει του πίνακα μεταγραφής: Apocyn-aceae → Αποκυνο+ειδή → Αποκυνοειδή.

αποχρωματισμένος: discolor.

αποώχρωση [de-etiolation]: αποώχρωση (de-etiolation) ενός φυταρίου είναι αντίδραση εξαρτώμενη από το κρυπτόχρωμα και λαμβάνει χώρα όταν το φυτάριο εξέλθει από την επιφάνεια του εδάφους. Κατά τη διάρκεια της αποώχρωσης αναστέλλεται η επιμήκυνση της υποκοτύλης και ανοίγουν οι κοτυληδόνες[6]. Βλέπε και εκχλοίωση και ώχρωση.

αραρούτι [arrow-root]: αμυλούχο παρασκεύασμα που λαμβάνεται από τα ριζώματα (υποκείμενα) από διάφορα τροπικά φυτά, ειδικότερα από τα φυτά στην οικογένεια των Μαραντοειδών. Ετυμολογία: <η ονομασία arrow-root λέγεται ότι προέρχεται από την πρακτική των Ινδιάνων της Νότιας Αμερικής που χρησιμοποιούσαν τα φρέσκα ριζώματα ως αντίδοτο για πληγές από δηλητηριασμένα βέλη[20]>. Βλέπε και arrowroot family, Maranta leuconeura 'Fascinator'.

αραχνόχορτο [spiderwort]: πληθυντικός αραχνόχορτα [spiderworts]. Πολυετή φυτά του γένους Tradescantia, που απαντούν σε συστάδες σε δάση και λιβάδια[7].

αρεόλη [areole]: (πληθυντικός αρεόλες - areoles). (1) ο μικρότερος εσώκλειστος χώρος που δημιουργείται από τις φλέβες ενός φύλλου. (2) εξόγκωμα σε ένα κάκτο από το οποίο αναπτύσσονται συστάδες αγκαθιών[8].

Αροειδή [Araceae]: τα Αροειδή είναι μια οικογένεια μονοκοτυλήδονων ανθοφόρων φυτών στα οποία τα άνθη φέρουν ένα είδος ταξιανθίας που ονομάζεται σπάδικας. Ο σπάδικας συνήθως συνοδεύεται, και μερικές φορές εν μέρει περικλείεται, σε μια σπάθη ή ένα φυλλόμορφο βράκτιο. Επίσης γνωστή ως οικογένεια arum, τα μέλη είναι συχνά γνωστά ως αροειδή. Αυτή η οικογένεια με τα 114 γένη και τα περίπου 3750 γνωστά είδη, απαντά κυρίως στις τροπικές περιοχές του Νέου Κόσμου, αλλά επίσης και στους τροπικούς του Παλαιού Κόσμου και στις βορειότερες εύκρατες περιοχές[9].

αρτίβλαστο: φιντάνι.

ασβεστόλιθος [lime, limestone]: Ο ασβεστόλιθος είναι ιζηματογενές πέτρωμα, του οποίου το βασικό συστατικό είναι ο ασβεστίτης (CaCO3). Ο ασβεστόλιθος προστίθεται στο έδαφος για να αυξήσει το επίπεδο του pH. Το ασβέστιο - από το οποίο αποτελείται ο ασβεστόλιθος - αντιδρά με το νερό στο χώμα και δημιουργεί ιόντα υδροξυλίου.

Ασκληπιαδοειδή [Asclepiadoideae]: υποοικογένεια μέσα στην οικογένεια των Αποκυνοειδών[10]. Βλέπε και γαλατσίδες.

Ασκληπιοειδή [Asclepiadaceae]: υποοικογένεια των Ασκληπιαδοειδών[11].

Ασπαραγοειδή [Asparagaceae]: τα Ασπαραγοειδή είναι μια οικογένεια ανθοφόρων φυτών, τοποθετημένων στην τάξη Ασπαραγώδη των μονοκοτυλήδονων[12]. Δυο αντιπρόσωποι αυτής της οικογένειας φυτών είναι και το Χλωρόφυτο το εύκομο και η Δράκαινα ποικ. 'Μοσχολέμονο'.

άσπορο (φυτό) [seedless]: φυτό του οποίου η ταξιανθία είναι άσπορη και ως εκ τούτου δεν πολλαπλασιάζεται με σπόρους. ΑΝΤ.: σπορόφυτο.

Αστεροειδή [Asteraceae]: η οικογένεια των Αστεροειδών. Μαζί με τα Σύνθετα (Compositae) είναι μια από τις μεγαλύτερες οικογένειες αγγειόσπερμων. Προς το παρόν, η οικογένεια περιλαμβάνει περισσότερα από 23.000 είδη δεκτά στην επιστημονική κοινότητα, κατανεμημένα σε 1.620 γένη και 12 υποοικογένειες[13].

Ασφοδελοειδή [Asphodelaceae]: τα Ασφοδελοειδή είναι μια οικογένεια ανθοφόρων φυτών στην τάξη Ασπαραγώδη (Asparagales)[14]. Μέχρι το 2016, η ονομασία Ξανθορροιοειδή (Xanthorrhoeaceae) χρησιμοποιήθηκε για την οικογένεια στο σύστημα ταξινόμησης APG[15]. Η παρούσα οικογένεια έχει αναγνωριστεί από τους περισσότερους ταξινομιστές, αλλά ο ορισμός ποικίλει ευρέως. Στην ισχύουσα οριοθέτησή του το σύστημα APG IV, περιλαμβάνει περίπου 40 γένη και 900 γνωστά είδη[16].

ατταπουλγίτης [attapulgite]: ο ατταπουλγίτης συνδυάζει τα οφέλη των παρόμοιων υλικών: περλίτη και βερμικουλίτη και επιπροσθέτως απελευθερώνει σταδιακά το πλεονάζον άζωτο, κάλιο, φωσφόρο και ιχνοστοιχεία, αυξάνοντας εν γένει την συγκράτηση θρεπτικών ουσιών. Οι ιδιότητές του είναι παρόμοιες με τα υπόλοιπα υποστρώματα αερισμού του εδάφους: περλίτης, βερμικουλίτης, ζεόλιθος, ελαφρόπετρα. Για περισσότερα βλέπε και το άρθρο για τον ατταπουλγίτη.

αυτώνυμο [autonym]: (ταξινομία) για κάποιο υποειδικό είδος στο οποίο το επίθετο του είδους επαναλαμβάνεται. Ετυμολογία: <αυτός/αυτο-/αυτό-/αυτ- + -ώνυμο (όνομα)>[17]. Παράδειγμα: Philodendron hederaceum var. hederaceum. Στο εν λόγω παράδειγμα, το επίθετο του υποειδικού είδους (var. hederaceum) επαναλαμβάνει το επίθετο του είδους. Διαφέρει από το ταυτώνυμο.

__________
Παραπομπές

1. wikipedia: dormancy, plants
2. wiktionary: Aizoaceae
3. botany.gr: ορολογία Α - Γ
4. wikipedia: Anacampserotaceae
5. wiktionary: Apocynaceae
6. Το Άνθος - Δομή, Μορφολογία και Λειτουργίες
7. wiktionary: spiderwort
8. wiktionary: areole
9. The number of known plants species in the world and its annual increase, Christenhusz, M. J. M. & Byng, J. W. (2016) [PDF]
10. wiktionary: Asclepiadoideae
11. wikipedia: Asclepiadoideae
12. Asparagaceae: Watson, L., and Dallwitz, M.J. 1992 onwards. The families of flowering plants: descriptions, illustrations, identification, and information retrieval. Version: 20th May 2010
13. βικιπαίδεια: Σύνθετα
14. Angiosperm Phylogeny Group (2016). "An update of the Angiosperm Phylogeny Group classification for the orders and families of flowering plants: APG IV". Botanical Journal of the Linnean Society. 181 (1): 1–20. doi:10.1111/boj.12385.
15. Angiosperm Phylogeny Group (2009). "An update of the Angiosperm Phylogeny Group classification for the orders and families of flowering plants: APG III". Botanical Journal of the Linnean Society. 161 (2): 105–121. doi:10.1111/j.1095-8339.2009.00996.
16. Christenhusz, M.J.M. & Byng, J.W. (2016). "The number of known plants species in the world and its annual increase". Phytotaxa. 261 (3): 201–217. doi:10.11646/phytotaxa.261.3.1.
17. yourdictionary: autonym
18. wiktionary: acaulescent
19. dictionarist: stemless
20. The Encyclopedia Americana (1920): Arrow-Root
21. encyclopedia.com: unisexual flower
22. POWO: γένος Agave.
23. POWO: γένος Aloe.
24. POWO: οικογένεια Aizoaceae.
25. POWO: οικογένεια Vitaceae.
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου