⚠️ σε αυτό το ιστολόγιο διαβάζεις ξεκούραστα, δίχως παράθυρα να πετάγονται αριστερά/δεξιά, ⛔δίχως διαφημίσεις.
Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να διαβάσεις αυτό το μήνυμα.

Βοτανική Ορολογία :: Γράμμα Μι

Γράμμα Μι (Μ, μ)


μόσχευμα φύλλο παχύφυτο παχύφυτου
μόσχευμα από ένα φύλλο του παχύφυτου Echeveria 'Black Prince'

Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου


Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.

ενημέρωση: 27 Φεβρουαρίου 2019

Μαϊχουενιοΐδες [Maihuenioideae]: υποοικογένεια στην οικογένεια Κακτοειδή. Ετυμολογία και ανάλυση μεταγραφής στα ελληνικά βάσει του πίνακα μεταγραφής: Maihuenia+oideae → Μαϊχουένια+οΐδες → Μαϊχουενιοΐδες.

μακροκλάδια: πλάγια κλαδιά με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα, τα οποία έχουν συνήθως βλαοτοφόρους οφθαλμούς[1].

Μαραντοειδή [Marantaceae]: ονομασία οικογένειας φυτών - συχνά αναφερόμενη ως οικογένεια αραρούτι (arrowroot) ή οικογένεια των φυτών που προσεύχονται (prayer-plant family). Συνδυασμένες μορφολογικές και φυλογενετικές αναλύσεις DNA υποδεικνύουν ότι η οικογένεια των Μαραντοειδών προέρχεται από την Αφρική, αν και αυτό δεν είναι το κέντρο της υπάρχουσας ποικιλομορφίας της[2]. Η οικογένεια αποτελείται από περίπου 570 καταγεγραμμένα (επί του παρόντος) ζώντα είδη[3] και 29 καταγεγραμμένα (επί του παρόντος) γένη[4]. Βλέπε και Goeppertia majestica 'Whitestar'.



μορφολογία φύλλου, βοτανική, παράδειγμα, εικόνα, μασχάλη, axil, μίσχος φύλλου (petiole), νεύρωση φλέβωση φύλλου, παράφυλλα (stipules), παράφυλλο
Μορφολογία φύλλου: τα μέρη που αποτελούν το φύλλο και οι ονομασίες τους. Από το στέλεχος του φυτού φύεται ο μίσχος του φύλλου (petiole) από τον οποίο εκφύεται το φύλλο. Συχνά, βλέπουμε επίσης παράφυλλα να εκφύονται στη μασχάλη, τα οποία φύονται συνήθως σε ζεύγη.
μασχάλη φύλλου [axil, leaf axil]: η γωνία μεταξύ της άνω πλευράς ενός φύλλου ή στελέχους και του στελέχους ή του κλαδιού στήριξης.

μασχαλιαίος οφθαλμός [bud, axillary bud]: οφθαλμός

μεγασπορόφυλλο [megasporophyll]: ένα σπορόφυλλο που παράγει μόνο μεγασποράγγια[17].

μείγμα («χώμα») [soil mixture]: τα διάφορα υλικά που αποτελούν το μέσο στο οποίο φυτεύεται ένα φυτό. Το αποκαλούμε συνήθως «χώμα». Για περισσότερα βλέπε και το άρθρο: Χώμα για Παχύφυτα.

μεσογονάτιο διάστημα [internode]: Το τμήμα του βλαστού ανάμεσα σε δυο μασχαλιαίους οφθαλμούς.

μεταχρωματισμός [variegation]: βλέπε πιο κάτω πανασέ.

μικροβιοκοινότητα [microbiome]: μια κοινότητα μικροβίων, παρούσα σε κάθε ζωντανό οργανισμό, όπως η κοινότητα μικροβίων στο ανθρώπινο έντερο ή στη ριζόσφαιρα των φυτών. Ετυμολογία: <μικρο (πρόθημα) + biome· biome: bio (βιο-: πρόθημα) + -ome (επίθημα: η μάζα από κάτι)>[5]. Βλέπε και το άρθρο: Η μικροβιοκοινότητα της ριζόσφαιρας: η υγεία των φυτών για την ευημερία των ανθρώπων.

μικροβιότοπος [ microhabitat]: ο μικροβιότοπος είναι ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, εξαιρετικά μικρό ή μικροσκοπικό, όπως σε μια γωνιά ενός σπηλαίου ή ακόμη και σε ένα κουτί από χαρτόνι[6]. Ετυμολογία: <micro: μικροσκοπικό + habitat: ενδιαίτημα, βιότοπος>.

μικροβιοχλωρίδα [microbiota]: οι μικροοργανισμοί μιας συγκεκριμένης τοποθεσίας, οικοτόπου ή γεωλογικής περιόδου.


μικροπολλαπλασιασμός, ιστοκαλλιέργεια ,κυτταροκαλλιέργεια
Μικροπολλαπλασιασμός, ιστοκαλλιέργεια, κυτταροκαλλιέργεια φυτών in vitro σε μαζική παραγωγή. Ο συγκεκριμένος τύπος πολλαπλασιασμού είναι αγενής καθώς το κάθε φυτό είναι κλώνος του αρχικού (μητρικού) φυτού.

μικροπολλαπλασιασμός [micropropagation]: είναι η τεχνική κυτταροκαλλιέργειας με τη χρήση ιστού από τα φυτά (ιστοκαλλιέργεια), που είναι στην ουσία μια καλλιέργεια in vitro. Η διαδικασία  αναφέρεται στην απομάκρυνση κυττάρων από έναν οργανισμό και, στη συνέχεια, τη διατήρησή τους σε ένα τεχνητό περιβάλλον καλλιέργειας, όπου γίνεται προσπάθεια ελέγχου της φυσιολογικής λειτουργίας των κυττάρων αυτών. Ο έλεγχος επιτυγχάνεται με εφαρμογή διαφόρων φυσικών μεθόδων (π.χ. τροποποίηση θερμοκρασίας, φωτισμού, σύστασης ατμόσφαιρας) και/ή με προσθήκη χημικών ουσιών (π.χ. θρεπτικών μέσων, ρυθμιστών αύξησης κ.λ.π.).Ο μικροπολλαπλασιασμός των φυτών αποτελεί την κυριότερη πρακτική και εμπορική εφαρμογή της ιστοκαλλιέργειας φυτών. Όπου μπορεί να εφαρμοστεί, ο μικροπολλαπλασιασμός υπερέχει στην απόδοση έως και χιλιάδες φορές σε σχέση με τις συμβατικές μεθόδους[23].

μικρόφυλλο [microphyll]: ένα πολύ μικρό φύλλο, όπως σε βρύα ή κλασσικό φλοιό, με ένα ενιαίο μη διακλαδισμένο νεύρο και χωρίς κενά στα φύλλα στη στήλη.

μικτός σπάδιξ [mixed spadix]: τύπος ταξιανθίας π.χ. μπανανιά[7].

μίσχος [stem, stalk]: το υπέργειο κύριο στέλεχος ενός φυτού. Συνώνυμα: στέλεχος.

μίσχος (φύλλου) [petiole]: δομικό στοιχείο του φύλλου που είναι μία λεπτή, κυλινδρική κατασκευή. Ο μίσχος προσαρτά το έλασμα στο βλαστικό άξονα[1].

μονήρης κυματοειδής [solitary cyme]: τύπος ταξιανθίας αναφερόμενης σε ένα μοναδικό άνθος π.χ. Ιβίσκος[7].

μονογενές (φυτό) [annual]: φυτό το οποίο ζει ένα έτος και στο τέλος της άνοιξης ξεραίνεται περνώντας την καλοκαιρινή περίοδο με τη μορφή σπόρων. Πολλά από τα φυτά αυτά παρουσιάζουν μια έντονη ανθοφορία την άνοιξη, π.χ. αγριολούλουδα.

μονογενές (άνθος): βλέπε δίοικο

μόνοικο [monoecious]: φυτό (με άνθη μονογενή) στα οποία το κάθε άτομο φέρει τόσο αρσενικά όσο και θηλυκά άνθη[1].

μονοποδιακή (ανάπτυξη) [monopodial (growth)]: ένας τρόπος ανάπτυξης του στελέχους και διακλάδωσης στον οποίο ο κύριος άξονας (κύριο στέλεχος) σχηματίζεται από ένα μεμονωμένο κυρίαρχο μερίστωμα. Παράδειγμα: ορχιδέες Φαλαινόψις.

μονοχάσιο [monochasium]: τύπος ταξιανθίας[7].

Μορεοειδή [Moraceae]: οικογένεια φυτών με 38 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα γένη[13]. Ανάμεσα σε αυτά και τα γνωστά σε όλους μας δέντρα της συκιάς και της μουριάς. Ετυμολογία: <λατιν. mōrus (μαύρη μουριά) + -aceae (-οειδή)[14, 15, 16]>.

μορφή [form f.]: από τη λατινική λέξη forma (μορφή), πληθυντικός formae. Η χαμηλότερη ταξινομική μονάδα που χρησιμοποιείται συνήθως για σποραδικές, διακεκριμένες ποικιλίες, που μπορεί μερικές φορές να υπάρχουν και σε πληθυσμούς[1]. Στην βοτανική ονοματολογία, η μορφή είναι μία από τις «δευτερεύουσες» ταξινομικές βαθμίδες, κάτω από εκείνη της ποικιλίας (variety, var.) η οποία με τη σειρά της είναι κάτω από εκείνη του είδους· είναι μια ενδοειδική ταξινομική βαθμίδα[8]. Αν περισσότερες από τρεις βαθμίδες αναφέρονται στην περιγραφή ενός ταξινομικού είδους, η «κατάταξη» καθορίζεται, αλλά μόνο τρία μέρη συνθέτουν το «όνομα» της ταξινομικής ομάδας, τα οποία είναι: το όνομα του γένους, ένα συγκεκριμένο επίθετο, και ένα ενδοειδικό επίθετο.
Η συντομογραφία "f." ή η πλήρης λέξη "forma" θα πρέπει να τεθεί πριν από το ενδοειδικό επίθετο για να υποδείξει την τάξη. Δεν γράφεται σε πλάγια γραφή. Για παράδειγμα:
Austrocylindropuntia subulata f. monstrosa.

μόσχευμα [cutting]: μέρος ζωντανού φυτού από το οποίο είναι δυνατόν να παραχθεί νέο φυτό σε κατάλληλο υπόθεμα. Βλέπε και τη σχετική φωτογραφία στην κορυφή της σελίδας[1].

Μπιγκόνια [Begonia]: γνωστή και ως Βιγόνια, Βιγκόνια. Γένος πολυετών ανθοφόρων φυτών στην οικογένεια Μπιγκονιοειδή (Begoniaceae), με 1831 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[20]. Οι μπιγκόνιες είναι αξιοσημείωτες για την ανθοφορία τους, αλλά υπάρχουν και οι μπιγκόνιες που καλλιεργούνται ειδικά λόγω των πανέμορφων φύλλων τους. Αυτές ονομάζονται leaf begonias στα αγγλικά (φυλλο-μπιγκόνιες, φυλλοφόρες μπιγκόνιες, μπιγκόνιες με ιδιαίτερο φύλλωμα). Αυτές οι φυλλο-μπιγκόνιες, στην άγρια μορφή τους, βρίσκονται σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές στη Νότια Αμερική και την Ασία. Η διακοσμητική αξία αυτών των ειδών φυλλοφόρων μπιγκόνια βρίσκεται στα φύλλα τους, τα λουλούδια είναι στην περίπτωση αυτή δευτερεύοντα. Βλέπε και Begonia rex 'Salsa'.

Μπιγκονιοειδή [Begoniaceae]: Η οικογένεια των Μπιγκονιοειδών είναι μια οικογένεια ποωδών φυτών που αποτελείται (επί του παρόντος) από 1853 περίπου ζώντα είδη [9]. και 2 αποδεκτά γένη[10] Ετυμολογία: <begonia + aceae (μπιγκόνια + -οειδή)>. Βλέπε και: Begonia rex 'Salsa', Begonia venosa.

μπόλι [scion, graft]. το μπόλι μπορεί να είναι οφθαλμός εμβόλιο ή κλαδί εμβόλιο το οποίο θα μπολιαστεί επάνω σε άλλο φυτό αφού πρώτα προετοιμαστεί καταλλήλως. Βλέπε και πιο κάτω οφθαλμός.

μπόλιασμα [grafting]: μπόλιασμα (εμβολιασμός, καλείται και κεντρισμός) είναι η φυτοκομική τεχνητή μέθοδος κατά την οποία γίνεται μεταμόσχευση ενός μέρους του φυτού σε ένα άλλο φυτό. Αυτό γίνεται συνήθως για να αποκτήσει το δεύτερο τις ιδιότητες του πρώτου. Ή, όταν το δεύτερο (καλείται μπόλι) ριζώνει πολύ δύσκολα τότε χρησιμοποιούμε το πρώτο (καλείται υποκείμενο) το οποίο αναπτύσσει ρίζες εύκολα[11, 12].

μπουζάκι, μπούζι: ice plant.

μπουφαδιενολίδη [bufadienolide]: C24H34O2. Η μπουφαδιενολίδη είναι μια χημική ένωση με στεροειδή δομή. Τα παράγωγά του είναι συλλογικά γνωστά ως μπουφαδιενολίδες (bufadienolides), συμπεριλαμβανομένων πολλών με τη μορφή των γλυκοσιδίων της μπουφαδιενολίδης[18, 19].

Μπραουνίνγκια [Browningia]: ονομασία γένους κάκτων στην οικογένεια Κακτοειδή με 10 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[21]. Ετυμολογία <πήρε την ονομασία του προς τιμήν του βοτανολόγου W. E. Browning, διευθυντή του Instituto de Inglés της Χιλής[22].

Μπραουνινγκιέες [Browningieae]: φυλή στην οικογένεια Κακτοειδή. Ετυμολογία και ανάλυση μεταγραφής στα ελληνικά βάσει του πίνακα μεταγραφής:  Browningia+eae → Μπραουνίνγκια+έες → Μπραουνινγκιέες.


__________
Παραπομπές
1. botany.gr: ορολογία Κ - Ρ
2. Andersson, L; Chase MW (March 2001). "Phylogeny and classification of Marantaceae". Botanical Journal of the Linnean Society. Academic Press. 135 (3): 275–287. doi:10.1111/j.1095-8339.2001.tb01097.x
3. WCSP: οικογένεια Marantaceae
4. kew.org: οικογένεια Marantaceae
5. wiktionary: microbiome
6. wiktionary: microhabitat
7. plantsdb.gr: Το Άνθος - Δομή, Μορφολογία και Λειτουργίες
8. International Code of Nomenclature for algae, fungi, and plants.
9. WCSP: οικογένεια Begoniaceae
10. POWO: οικογένεια Begoniaceae
11. βικιπαίδεια: μπόλιασμα
12. lexigram.gr: κεντρισμός
13. POWO: οικογένεια Moraceae
14. merriam-webster: Moraceae
15. Online Latin Dictionary: morus
16. Κανόνες μεταγραφής ταξινομικών βαθμίδων
17. dictionary.com: megasporophyll
18. Mutschler, Ernst; Schäfer-Korting, Monika (2001). Arzneimittelwirkungen (8 ed.). Stuttgart: Wissenschaftliche Verlagsgesellschaft. σελ.. 534, 538. ISBN 3-8047-1763-2.
19. chemspider: bufadienolide
20. POWO: γένος Begonia
21. POWO: γένος Browningia
22. CRC World Dictionary of Plant Names - Umberto Quattrocchi
23. Κίντζιος, Σπυρίδων - Εισαγωγή: Τι είναι ο μικροπολλαπλασιασμός των φυτών
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου