⚠️ σε αυτό το ιστολόγιο διαβάζεις ξεκούραστα, δίχως παράθυρα να πετάγονται αριστερά/δεξιά, ⛔δίχως διαφημίσεις.
Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να διαβάσεις αυτό το μήνυμα.

Βοτανική Ορολογία :: Letter D

Letter D, d


Disocactus speciosus [Δισόκακτος ο μεγαλοπρεπής]

Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου


Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.

ενημέρωση: 8 Νοεμβρίου 2019

daigremontiana, daigremontianus [ντεγκρεμοντιάνα -η, -ο]: ονομασία είδους παχύφυτων που δόθηκε για το ζεύγος Ντεγκρεμόντ (Monsieur & Madame Daigremont, 1914). Γάλλοι συλλέκτες Κρασσουλοειδών[1]. Βλέπε και: Kalanchoe daigremontiana.

daigremontianin: βλ. ντεγκρεμοντιανίνη.

damping off, damping-off [ριζοκτονία]: είναι μια κηπευτική ασθένεια ή πάθηση, που προκαλείται από ένα πλήθος διαφορετικών παθογόνων μικροοργανισμών, που σκοτώνουν ή αποδυναμώνουν τους σπόρους ή τα δενδρύλλια, προ ή μετά τη βλάστηση. Είναι πιο διαδεδομένη σε υγρές και ψυχρές συνθήκες[2].

decaisneana, decaisneanus, decaisneanum [ντεκενάνα, ντεκενάνους, ντεκενάνουμ]: ονομασία είδους βλαστοπαχύφυτων. Για τον καθηγητή Δρ. Ζοζέφ Ντεκέν (Prof. Dr. Joseph Decaisne, 1807-1882), εκφώνηση:. Βέλγος βοτανολόγος στο Παρίσι που εργάστηκε στα Ασκληπιοειδή[1]. Βλέπε και: Orbea decaisneana.

decumbent: βλ. κατακείμενοέρπον. Βλέπε και το άρθρο: Στέλεχος φυτού: χαρακτηριστικά και διαφορετικοί τύποι.

decurrent [κατερχόμενη διακλάδωση]: ένα είδος διακλάδωσης με κατερχόμενη ανάπτυξη. Είναι μια κοινή μορφή ανάπτυξης στους θάμνους και στα περισσότερα αγγειόσπερμα δέντρα, όπως το έλατο. Αντώνυμο: excurrent (ανερχόμενη διακλάδωση).

delagoense, delagoensis [ντελαγκοένσε, ντελαγκοένσις]: ονομασία είδους φυτού/ών. Η ονομασία προέρχεται από τον κόλπο Delagoa, στη Μοζαμβίκη, όπου συλλέχτηκε ο τύπος του φυτού/ών[1].

deliciosus, deliciosa, deliciosum [νόστιμος, -η, -ο]: ετυμολογία <λατιν. dēlĭcĭōsus (νόστιμος, διακριτικός)>. Παράδειγμα: Monstera deliciosa.

deliquescent: τύπος ανάπτυξης στελέχους. Η ανάπτυξη πλευρικών κλαδιών είναι πιο έντονη από αυτή του κύριου άξονα (κύριου στελέχους). Το φυτό έχει στρογγυλεμένη ή απλωμένη εμφάνιση. Παράδειγμα: το δέντρο Μάνγκο. Βλέπε και το άρθρο: Στέλεχος φυτού: χαρακτηριστικά και διαφορετικοί τύποι.

Delosperma [Δηλόσπερμα]: ονομασία γένους παχύφυτων στην οικογένεια των Αειζωοειδών με 160 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[6]. Ετυμολογία: <αρχ. ελλην. δῆλος + ελλην. σπέρμα (σπόρος). Από το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου γένους να δηλώνει (εμφανίζει) τους σπόρους του όταν οι κάψες έχουν βραχεί, σε αντίθεση με άλλα είδη[7]. Βλέπε και Delosperma echinatum.

Dendrobium [Δενδρόβιο]: ονομασία γένους τροπικών ανθοφόρων φυτών στην οικογένεια Ορχιδοειδή, με 1582 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[10]. Παράδειγμα: Dendrobium 'Berry Oda'.

Dendrophorbium [Δενδροφόρβιο]: ονομασία γένους παχύφυτων στην οικογένεια Αστεροειδή με 80 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[12]. Ετυμολογία <ελλην. δένδρο + φορβή>. Πιο γνωστό είδος είναι το φυτό με την κοινή ονομασία Κολιέ από Δελφίνια (Dendrophorbium peregrinum), με παλιά βοτανική ονομασία: Senecio peregrinus.

determinate thyrse: βλ. θυσανοειδής (τύπος ταξιανθίας)

dianthiflorus, dianthiflora, dianthiflorum [διανθισμένος, διανθισμένη, διανθισμένο]: Ετυμολογία: <ελλην. πρόθεμα δια + ελλην. άνθος + λατιν επίθημα. -flōrus (που ανθοφορεί)[8, 9]>.

dichasium: βλ. διχάσιο (τύπος ταξιανθίας)

Dichorisandra [Διχωρίσανδρο][3]: Γένος φυτών στην οικογένεια των Κομμελινοειδών. Ετυμολογία: εκ του δις + χωρίς (χωρίζω/ξεχωρίζω) + ανήρ (άνδρας). Αναφέρεται στους δύο πλευρικούς στήμονες ή στους δίλοβους ανθήρες[4].

Dieffenbachia [Ντιφενμπάχια]: ονομασία γένους τροπικών φυλλοφόρων φυτών στην οικογένεια των Αροειδών με 57 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[11]. Ετυμολογία <προς τιμήν του Ερνστ Ντίφενμπαχ (Ernst Dieffenbach, 1811–55) Γερμανού φυτοκόμου>. Βλέπε και πληροφορίες για την τοξικότητα του εν λόγω γένους.

diffuse: τύπος ανάπτυξης στελέχους. Ένα φυτό με δομή ανάπτυξης στελέχους trailing αλλά με διακλαδισμένους βλαστούς. Βλέπε και το άρθρο: Στέλεχος φυτού: χαρακτηριστικά και διαφορετικοί τύποι.

dioecious: βλ. δίοικο

discolor [δίχρωμος, πανασέ, αποχρωματισμένος]: ετυμολογία <λατιν. discŏlŏr (1. για κάτι που αποτελείται από ακόμη ένα χρώμα, διαφορετικό του αρχικού· 2. διαφορετικών χρωμάτων· 3. πανασέ· 4. αποχρωματισμένος, ξεθωριασμένος>. Βλέπε και Tradescantia zebrina 'Discolor Multicolor'.

Disocactus [Δισόκακτος]: ονομασία γένους επίφυτων κάκτων με 13 επί του παρόντος καταγεγραμμένα είδη. Ετυμολογία: <ελλην. δις + κάκτος: αναφέρεται στο ίδιο μέγεθος του εξωτερικού με το εσωτερικό άνθος>. Βλέπε και Disocactus anguliger.

dolomite lime: βλ. δολομιτικός ασβεστόλιθος.

domesticus, domestica, domesticum [οικιακός, -ή, -ό]: ετυμολογία <λατιν. dŏmestĭcus (οικιακός, οικόσιτος [για ζώα μόνο], κατοικίδιος [για ζώα μόνο], του σπιτιού)>. Παράδειγμα: Nandina domestica.

dormancy: βλ. αδράνεια

Dracaena [Δράκαινα]: ονομασία γένους ανθοφόρων φυτών στην οικογένεια Ασπαραγοειδή με 189 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[13]. Γνωστότερο όλων είναι το φυτό Τυχερό Μπαμπού, για το οποίο οι περισσότεροι αγνοούν ότι ανήκει στο γένος Δράκαινα (Δράκαινα η σαντεριάνα).  Βλέπε επίσης και: Dracaena ‘Lemon Lime’. Ετυμολογία <λόγω των κόκκινων δακτυλίων στα στελέχη που βρίσκονται συχνά στα φυτά Δράκαινα, στο χρώμα του αίματος των δράκων>. Βλέπε και για την τοξικότητα των φυτών Δράκαινα.

drepanium: βλ. δρεπάνιο (τύπος ταξιανθίας)

dummeri [νταμέρι]: για τον Ρίτσαρντ Α. Ντάμερ (Richard A. Dummer [ως Dümmer στο παρελθόν], 1887-1922). Νοτιοαφρικανός βοτανολόγος και συλλέκτης, εκπαιδευμένος στο Kew (Kew Gardens) και από το 1914 έως τον απρόσμενο θάνατό του σε δυστύχημα με μοτοσικλέτα, εργαζόμενο στην Ουγκάντα[1, 5]. Βλέπε και Orbea dummeri.


__________
Παραπομπές

1. Etymological Dictionary of Succulent Plant Names - Urs Eggli, Leonard E. Newton
2. wikipedia: damping off
3. Εικονογραφημένον Βοτανικόν - Φυτολογικόν Λεξικόν: Τόμος Δ΄, σελ. 2035
4. CRC World Dictionary of Medicinal and Poisonous Plants - Umberto Quattrocchi
5. CRC World Dictionary of Grasses - Umberto Quattrocchi
6. POWO: γένος Delosperma
7. PlamtZAfrica.com: Delosperma
8. Προθήματα - Βοτανική Λατινική
9. Επιθήματα - Βοτανική Λατινική
10. POWO: γένος Dendrobium
11. POWO: γένος Dieffenbachia
12. POWO: γένος Dendrophorbium
13. POWO: γένος Dracaina
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου