⚠️ σε αυτό το ιστολόγιο διαβάζεις ξεκούραστα, δίχως παράθυρα να πετάγονται αριστερά/δεξιά, ⛔δίχως διαφημίσεις.
Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να διαβάσεις αυτό το μήνυμα.

Βοτανική Ορολογία :: Letter R

Letter R, r



βοτανική ορολογία, βοτανικό λεξικό, βοτανικό γλωσσάρι για παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου - letter r
rhizosphere: ριζόσφαιρα. Για περισσότερα βλέπε και το αξιόλογο άρθρο: Η μικροβιοκοινότητα της ριζόσφαιρας.

Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου


Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.

ενημέρωση: 11 Απριλίου 2020

radicans: για φυτό που ριζοβολάει εύκολα[1]. Βλέπε και: Aeschynanthus radicans 'Mona Lisa'Ceropegia radicans.
raceme: βότρυς (τύπος ταξιανθίας)

ramulosus [πολύκλαδος, πολύκλωνος]: που φέρει πολλά μικρά κλαδάκια[2]. Ετυμολογία:< λατιν. rāmŭlōsus[3]>.  Βλέπε και Pseudorhipsalis ramulosa.

Rebutia [Ρεμπούτια]: Για τον Πιέρ Ρεμπού (Pierre Rebut, 1830-1898), Γάλλο βοτανολόγο, αμπελοκαλλιεργητή και ιδιοκτήτη ενός φυτώριου παχύφυτων στο Σαζέ Ντ’Εζέργκ (Chazay d'Azergues) κοντά στη Λυών, ο οποίος έγινε ειδήμονας στην καλλιέργεια κάκτων και παχύφυτων[2, 4]. Βλέπε και Rebutia canigueralii f. violacidermis.

remotus, remotum [απόμακρος, -ο, -η]: ετυμολογία <λατιν. rĕmŏvĕo (απομακρύνομαι, αποσύρομαι). Βλέπε και: Brachystelma remotum.

repens [έρπων, έρπουσα]: ετυμολογία: <λατιν. rēpēns (αναρριχώμενος· έρπων)>. Συνώνυμο: serpens. Βλέπε και Callisia repens, Pellionia repens.

retusus, retusa: αμβλύς, αμβλεία[5, 6]. Βλέπε και Anacampseros retusa.

rhipidium: ριπίδιο (τύπος ταξιανθίας).

Rhipsalideae: φυλή στην οικογένεια Κακτοειδή. Ετυμολογία και ανάλυση μεταγραφής στα ελληνικά βάσει του πίνακα μεταγραφής:  Rhipsalis+eae → Ριψαλίς/Ριψαλίδα+έες → Ριψαλιδέες.

Rhipsalidopsis [Ριψαλίδοψις][7]: ονομασία γένους επίφυτων κάκτων στην οικογένεια των Κακτοειδών. Ετυμολογία: <ριψαλίς + όψις>: που μοιάζει με την Ριψαλίδα (Rhipsalis).

Rhipsalis [Ριψαλίδα (Ριψαλίς)][7, 8]: η βιβλιογραφία αναφέρει ότι η ετυμολογία του ονόματος προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη για την ψάθα, λόγω της μορφολογίας του φυτού, με τα λεπτά, εύκαμπτα στελέχη του που μοιάζουν σαν καλάμια ή σαν τα κλαδιά του φυτού κλαίουσα, που μπλέκονται μεταξύ τους[2, 9, 10]. Η αρχαία ελληνική λέξη για την 'ψάθα' είναι 'ψίαθος'[11]. Δεν ξέρω εάν έγινε κάποια παράφραση της λέξης ή εάν συμβαίνει κάτι άλλο. Εάν κάποιος γνωρίζει επ' αυτού ας παραθέσει περισσότερες πληροφορίες στα σχόλια από κάτω για να μας διαφωτίσει περαιτέρω επί του θέματος. Βλέπε και Rhipsalis cereuscula.

rhizomatous begonia: ριζωματώδης μπιγκόνια.
rhizomatous plant: ριζωματώδες φυτό.
rhizome: ρίζωμα. Βλέπε και το άρθρο: Στέλεχος φυτού: χαρακτηριστικά και διαφορετικοί τύποι.
rhizosphere: ριζόσφαιρα

Rhoeo [Ροΐο][12]: η ετυμολογία της λέξης παραμένει άγνωστη. Ίσως προέρχεται από τη λατινική rhoeas, adis ή rhoea. Ίσως έχει ελληνική ρίζα. Ο Θεόφραστος την αναφέρει ως ροιά ή ρόα[13, 14]. Βλέπε και Rhoeo discolor, συνώνυμο της Τραντεσκάντια της σπαθοειδούς.

root climber [αναρριχώμενο (φυτό) ρίζας]: οποιοδήποτε από τα διάφορα αναρριχητικά φυτά, όπως ο κισσός, που προσκολλάται σε μια δομή στήριξης μέσω μικρών ριζών που αναπτύσσονται από πλευρικές ρίζες στα στελέχη. Αυτές είναι συνήθως τυχαίες ρίζες. Βλέπε και το άρθρο: Στέλεχος φυτού: χαρακτηριστικά και διαφορετικοί τύποι.

rootbound, root-bound, root bound: όταν το φυτό σε μια γλάστρα έχει αναπτυχθεί υπερβολικά και οι ρίζες του δεσμεύονται και είναι στριμωγμένες μέσα στη γλάστρα. Σε πολλά φυτά ωστόσο, όπως στα περισσότερα τροπικά φυτά όπως ορχιδέες και επίφυτους κάκτους, κάτι τέτοιο παρακινεί το φυτό να ανθίζει συχνότερα.

rooting hormone: ορμόνη ριζοβολίας.
rootstock: ρίζωμα (υποκείμενος βλαστός)

Rosa [Ρόζα]: ρόδο· τριανταφυλλιά. Ονομασία γένους καλλωπιστικών ανθοφόρων φυλλοβόλων φυτών στην οικογένεια των Ροδοειδών (Rosaceae), με 273 - επί του παρόντος καταγεγραμμένα είδη[18]. Ετυμολογία <λατιν. rŏsa (ρόδο, τριαντάφυλλο, θάμνος τριανταφυλλιάς)>.

Rosato [Ροζάτο]: η ιταλική λέξη για την ποικιλία κρασιού Ροζέ (Rosé). Στη βοτανική ορολογία αναφέρεται στο ροζέ χρώμα του φυλλώματος[15]. Βλέπε και Callisia 'Rosato'.

Rosmarinus [Ροσμαρίνος]: δεντρολίβανο, δενδρολίβανο. Αρωματικός, αειθαλής θάμνος στην οικογένεια των Χειλανθών (Lamiaceae), με 992 - επί του παρόντος καταγεγραμμένα είδη[19]. Ετυμολογία <λατιν. rosmărīnus (δεντρολίβανο), γαλλ. romarin [rosée (δρόσος· πάχνη) + γαλλ. marinus (που σχετίζεται με τη θάλασσα), πιθανώς επειδή ευδοκιμεί σε παράκτιες περιοχές]. Ο όρος στα αγγλικά αποδόθηκε ως rose (ρόδο) + Mary (Μαρία)[20]>. Σημ.: Όλα τα φυτά του γένους Rosmarinus ανήκουν πλέον στο γένος Salvia.

roseus, rosea, roseum [ροδόχρους, ο, η, το]: ετυμολογία <λατιν. rŏsĕus (ροδόχρους, ροδαλός, ρόδινος, φτιαγμένος από τριαντάφυλλα)>.

rosularis [ροζετοειδής]: αναφέρεται σε φυτά με ροζέτα[2]. Ετυμολογία: λατιν. rosularis (ροζετοειδής). Βλέπε και  Crassula orbicularis var. rosularis.

rotundifolius, rotundifolia, rotundifolium [στρογγυλόφυλλος, στρογγυλόφυλλη, στρογγυλόφυλλο]: για το στρογγυλό σχήμα των φύλλων[16]. Βλέπε και Peperomia rotundifolia var. pilosior.

Royal Botanic Gardens: Kew Gardens.

Royal Horticultural Society (RHS) [Βασιλική Εταιρεία Φυτοκομίας της Βρετανίας]: Η Βασιλική Εταιρεία Φυτοκομίας (RHS), που ιδρύθηκε το 1804 ως η Φυτοκομική Εταιρεία του Λονδίνου, είναι η μεγαλύτερη φιλανθρωπική οργάνωση φυτοκομίας του Ηνωμένου Βασιλείου. Η RHS προωθεί την φυτοκομία μέσω εκθέσεων για λουλούδια, όπως η έκθεση λουλουδιών Chelsea, η έκθεση λουλουδιών Hampton Court Palace, η έκθεση λουλουδιών Tatton Park και η έκθεση λουλουδιών του Κάρντιφ. Υποστηρίζει επίσης την κατάρτιση για επαγγελματίες και ερασιτέχνες φυτοκόμους.

rubra: ερυθρά, η. επίθ. Αναφέρεται στο ερυρθό χρωματισμό κάποιου φυτού[17]. Παράδειγμα: Hoya carnosa 'Rubra'.

runner: στόλωνας. Βλέπε και το άρθρο: Στέλεχος φυτού: χαρακτηριστικά και διαφορετικοί τύποι.
rust: σκωρίαση


__________
Παραπομπές

1. wiktionary: radicans
2. Etymological Dictionary of Succulent Plant Names - Urs Eggli, Leonard E. Newton
3. merriam-webster: ramulose
4. wikipedia: Pierre Rebut
5. LatDict: retusa
6. British Seashells: A Guide for Collectors and Beachcombers - Paul Chambers
7. Εικονογραφημένον Βοτανικόν - Φυτολογικόν Λεξικόν: Τόμος Ζ'
8. academic: ριψαλίδα
9. cactiguide: Rhipsalis
10. wikipedia: Rhipsalis
11. βικιλεξικό: ψίαθος
12. Εικονογραφημένον Βοτανικόν - Φυτολογικόν Λεξικόν: Τόμος Δ΄, σελ. 2035
13. CRC World Dictionary of Plant Names - Umberto Quattrocchi, σελ. 2302
14. βικιπαίδεια: Ροδιά, Ιστορικά στοιχεία
15. wikipedia: Rosé
16. thoughtco: The Meaning of Leaf Names in Latin or Greek
17. LatDict: rubra
18. POWO: γένος Rosa
19. POWO: γένος Salvia (ανακατεύθυνση από Rosmarinus)
20. dictionary.com: rosemary
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου