⚠️ σε αυτό το ιστολόγιο διαβάζεις ξεκούραστα, δίχως παράθυρα να πετάγονται αριστερά/δεξιά, ⛔δίχως διαφημίσεις.
Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να διαβάσεις αυτό το μήνυμα.

Βοτανική Ορολογία :: Letter S

Letter S, s


Succulent Karoo: η πλουσιότερη χλωρίδα παχύφυτων βρίσκεται στη Ν. Αφρική. Βλέπε περισσότερα και στο σχετικό λήμμα πιο κάτω.

Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου


Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.

ενημέρωση: 8 Απριλίου 2020

Saintpaulia [Σεντπόλια]: αφρικανική βιολέτα. Ονομασία γένους ανθοφόρων φυτών. Η ονομασία δόθηκε για τον Βαρόνο Γουόλτερ φον Σεντ Πολ (Baron Walter von Saint Paul †1910), Γερμανό στρατιώτη και εργαζόμενο στην αποικιακή διοίκηση στην Ανατολική Αφρική, ο οποίος το ανακάλυψε. Σημ.: πλέον τα φυτά του γένους Saintpaulia ανήκουν στο γένος Streptocarpus[29].

Salvia [Σάλβια]: (1) ονομασία γένους αρωματικών αειθαλών θάμνων στην οικογένεια των Χειλανθών (Lamiaceae), με 992 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[28]. (2) φασκόμηλο, ο θάμνος. Ετυμολογία <λατιν. salvĭa (φασκόμηλο)>.

sanderianus, sanderiana, sanderianum [σαντεριάνους, σαντεριάνα, σαντεριάνουμ]: ονομάστηκε προς τιμήν του Γερμανοβρετανού κηπουρού Ενρίκου Φρειδερίκου Κόνραντ Σάντερ (Henry Frederick Conrad Sander, 1847–1920). Παράδειγμα: Δράκαινα η σαντεριάνα.

sandersonii [σαντερσόνιι]: Για τον Τζον Σάντερσον (John Sanderson, 1820-1881), σκωτσέζος δημοσιογράφος, έμπορος και ερασιτέχνης βοτανολόγος που μετανάστευσε στη Δημοκρατία της Βορείου Αφρικής το 1850[1]. Βλέπε και Ceropegia sandersonii.

Sansevieria [Σανσεβιέρια]: βλέπουμε συχνά και την εσφαλμένη ονομασία Σανσιβέρια. Ονομασία γένους παχύφυτων που ανήκουν στην οικογένεια Ασπαραγοειδή τής τάξης Ασπαραγώδη (Asparagales), με 73 καταγεγραμμένα είδη[2]. Ετυμολογία: η ονομασία δόθηκε για τον κόμη Pietro Antonio Sanseverino, ιταλό υποστηρικτή και χρηματοδότη της κηπευτικής στη Νάπολη γύρω στο 1785 [1]. Βλέπε και Sansevieria trifasciata 'Golden Hahnii'.

saponins: σαπωνίνες

Saxifraga [Σαξιφράγα (και Σαξιφράγκα)]: ονομασία γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια Σαξιφραγοειδή της τάξης Σαξιφραγώδη, με 461 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη, από τα οποία 18 απαντούν στην Ελλάδα[25]. Ετυμολογία: < λατ. saxĭfrăgus (saxum «πέτρα» + frango «σπάζω»). Τα φυτά αυτά ονομάστηκαν έτσι λόγω τού ότι φυτρώνουν στις ρωγμές των βράχων[26].

saxifragine [σαξιφραγίνη]: γλυκοσίδη φλαβονόλης I που παράγεται από το φυτό Saxifraga stolonifera[27].

scale leaf [φολιδωτό φύλλο]: (1) μικρά επίπεδα φύλλα των οποίων η διάταξη μοιάζει με τις φολίδες της επιδερμίδας των φιδιών. Παράδειγμα: κωνοφόρα δέντρα. (2) ένα μικρό τροποποιημένο φύλλο, ειδικά ένα άχρωμο μεμβρανώδες φύλλο, όπως σε ένα ρίζωμα ή που αποτελεί μέρος ενός βολβού.

scale insects [κοκκοειδή]: πρόκειται για έντομα που απομυζούν χυμούς από το φυτό και μακροπρόθεσμα βλάπτουν την ανάπτυξή του, ειδικά, αν μείνουν χωρίς αντιμετώπιση και ο αριθμός τους γίνει μεγάλος. Δεν είναι εύκολο πάντοτε να τα ξεχωρίσουμε, καθώς συνολικά υπάρχουν γύρω στα 8000 διαφορετικά είδη και είναι δυνατόν να είναι διαφορετικού χρώματος και να έχουν το χρώμα της επιφάνειας στην οποία έχουν προσκολληθεί με αποτέλεσμα η παρουσία τους να περάσει απαρατήρητη για αρκετό καιρό. Τα κοκκοειδή φέρουν ένα κηρώδες κέλυφος και η εμφάνισή τους δεν είναι ακριβώς εμφάνιση εντόμου αλλά, συνήθως, μίας πλακίτσας που είναι «κολλημένη» επάνω στο φυτό, σαν λέπι. Το έντομο, στις περιπτώσεις αυτές, βρίσκεται προφυλαγμένο κάτω από αυτή την κέρινη προστασία.
Αρχικά, όταν πρωτο-εγκατασταθούν επάνω στο φυτό το προστατευτικό τους κέλυφος είναι μαλακό. Στη συνέχεια σκληραίνει με σκοπό την προστασία του εντόμου. Αυτό μπορεί να είναι σε διαφορετικό βαθμό, αναλόγως του είδους του κοκκοειδούς. Υπάρχουν κοκκοειδή με μαλακό κέλυφος και άλλα με πιο σκληρό[3].

scandens [ανερχόμενος (ο, η, το)]: για τον τύπο ανάπτυξης (αναρριχητικό). Ετυμολογία: <λατιν. scandēns (μετοχή ενεστώτα του scandō: αναρριχώμαι, ανέρχομαι)>[4]. Βλέπε και Philodendron scandens ‘Brasil’.

scandent/climber (plant) [αναρριχητικό φυτό]: ένα φυτό που αναπτύσσεται καθ' ύψος στηριζόμενο ή περιστρεφόμενο γύρω από διάφορα στηρίγματα[5, 6]. Αντίθ.: trailercreeper. Βλέπε και το άρθρο: Στέλεχος φυτού: χαρακτηριστικά και διαφορετικοί τύποι.

Schlumbergera [Σλουμπεργκέρα]: .ονομασία του γένους Schlumbergera, για τον Frédéric M. Schlumberger (fl. 1840), Γάλλο φυτοκόμο και συλλέκτη κάκτων στη Νορμανδία[1]. Βλέπε και την ανάρτηση για τους κάκτους: Schlumbergera.

schumi [σούμι]: υποκοριστικό για τον M. Schumacher (Μ. Σουμάχερ), συνδυάζοντας την κόκκινη Ferrari του με το βαθυκόκκινο χρώμα της καλλιεργούμενης ποικιλίας Peperomia caperata 'Schumi Red'[7].

scion, graft: μπόλι

Scindapsus [Σκίνδαψος]: ονομασία γένους τροπικών, φυλλοφόρων, κρεμοκλαδών φυτών με 36 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[21]. Ετυμολογία: <ελλην. σκίνδαψος[22]>. Βλέπε και Scindapsus pictus 'Trebie'.

scitula, scitulus [κομψή -η, -ος]: αναφέρεται σε κάποια χαρακτηριστικά του φυτού που είναι όμορφα και το αναδεικνύουν, συνήθως η ανθοφορία. Ετυμολογία: <λατιν. scītŭlus  (κομψός)[8]>. Βλέπε και Stapelia paniculata subsp. scitula.

scorpioid/cincinnus: σκορπιοειδές κύμα (τύπος ταξιανθίας)

Scutellaria [Σκουτελαρία, σκουτελάρια]: ονομασία γένους ανθοφόρων φυτών στην οικογένεια Χειλανθή (Lamiaceae) με 466 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[31]. Ετυμολογία <λατιν scŭtella (πιατάκι, μικρό ρηχό επίπεδο πιάτο) αναφερόμενο στο σχήμα του κάλυκα.

scutellarioides [σκουτελαριοειδής]: που μοιάζουν με τα φυτά του γένους Σκουτελάρια. Βλέπε και: Plectranthus scutellarioides 'Skyfire'.

Sedum [Σέδο (houseleek, stonecrop]: ονομασία γένους παχύφυτων. Ο όρος sedum είναι η λατινική λαϊκή ονομασία ορισμένων Κρασσουλοειδών με ανεπίλυτη προέλευση[1]. Βλέπε και: Sedum burrito, Sedum morganianum.

seed plantσπορόφυτο
seedhead: ταξικαρπία
seedless: άσπορο (φυτό)
seedling: φιντάνι
seedpod, pod: περισπέρμιο

Selenicereus [Σεληνοκέρεος]: οι Selenicereus ή οι Κάκτοι της Σελήνης είναι ένα επιφυτικό, λιθοφυτικό είδος κάκτου που απαντά στην Κεντρική Αμερική, στην Καραϊβική και στη βορειότερη πλευρά της Νότιας Αμερικής. Ετυμολογία: <selene (σελήνη: λόγω του ότι ανθίζει τη νύχτα) + cereus (κερέος)>. Σημ.: όπως το γένος Hylocereus μεταγράφεται σε Υλοκέρεος[9] στα ελληνικά, αντιστοίχως ισχύει και για το Σεληνοκέρεος. Βλέπε και Selenicereus anthonyanus.

semi-deciduous, semi-evergreen: ημιαειθαλές
semi-shrub: shrublet

Senecio [Σενέκιο, Συνέκιο]: ονομασία γένους παχύφυτων στην οικογένεια Αστεροειδή, με 1442 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[24]. Ετυμολογία <λατιν. sĕnex (παππούς), για τον πάππο που σχηματίζεται στο κεφάλιο του άνθους>.

sepal: σέπαλο

serpens [έρπων, έρπουσα]: από το λατινικό serpēns: έρπω, σέρνομαι. Ονομασία που δίνεται σε διάφορα φυτά τα οποία έχουν αυτό το χαρακτηριστικό[10]. Βλέπε και Hoya serpens.

sessile: άμισχος.

sexangularis [εξαγώνιος -η, -ο, -το]: ετυμολογία: <λατιν. sex (έξι) + angularis (γωνιώδης· που φέρει γωνίες/ακμές, το οποίο αναφέρεται στου γωνιώδεις μίσχους αυτού του φυτού[1]. Βλέπε και: Kalanchoe sexangularis.

sheath: κολεός

shrub [χαμόκλαδο]: ένα ξυλώδες φυτό το οποίο είναι μικρότερο από ένα δέντρο και μεγαλύτερο από ένα θάμνο, με αρκετούς κύριους μίσχους, που δημιουργούνται στο έδαφος ή κοντά στο έδαφος. Ένα παράδειγμα είναι η Δράκαινα ποικ. 'Μοσχολέμονο'.

shrublet: θαμνίσκος, ημίθαμνος, νανοχαμόκλαδο (πολύ μικρό σε μέγεθος χαμόκλαδο). Βλέπε και subshrub.

side dressing: πλευρική λίπανση

sillamontana [σιλαμοντάνα]: για το ότι προέρχεται από το όρος Cerro de la Silla (Saddle Mountain, Όρος Σαμάρι) στο Μεξικό[20]. Βλέπε και Tradescantia sillamontana.

simoneae [σιμονεάε]: ονομασία είδους του παχύφυτου Ceropegia simoneae που δόθηκε από τον ερασιτέχνη βοτανολόγο Herman Petignat ο οποίος το ανακάλυψε. Η ονομασία προέρχεται από το όνομα της συζύγου του, Simone Petignat[1].

Sitara [Σιτάρα]: ονομασία καλλιεργούμενης ποικιλίας της Tradescantia spathacea 'Sitara Gold'. Ετυμολογία: <Ινδικά (सितारा (sitārā)), γλωσσικό δάνειο από τα Περσικά (ستاره‎ (setâre)) που σημαίνει (1) αστέρι· (2) μοίρα, τύχη, περιουσία[23]>. Προφορά στα Ινδικά: .

slow-release fertilizer: λίπασμα αργής αποδέσμευσης, λίπασμα βραδείας αποδέσμευσης.
smaragd [σμαραγδένια]: για το σμαραγδί χρώμα του φυλλώματος. Βλέπε Peperomia 'Smaragd'.

socialis: κοινωνικός (Λατιν.)· για τη συνήθεια εξάπλωσης ορισμένων φυτών με συστάδες[1]. Βλέπε και: Ledebouria socialis.

soil mixture: μείγμα («χώμα»)
solitary cyme: μονήρης κυματοειδής (τύπος ταξιανθίας)

somaliensis: ο/η/το της Σομαλίας. Για το ότι απαντά στη Σομαλία[1]. Βλέπε και Cyanotis somaliensis.

spadix: σπάδιξ, σπάδικας (τύπος ταξιανθίας)

spathaceous/spathaceaa [σπαθοειδής -ο, -η]: σε σχήμα σπάθης. Επιθετικός προσδιορισμός για να χαρακτηρίσει τα φυτά εκείνα που φέρουν βράκτια σε σχήμα σκάφους[1]. Παράδειγμα: Tradescantia spathacea, Callisia navicularis.

spathe: σπάθη

specific epithet/specific name: η ονομασία του είδους· το όνομα του είδους σε ένα διώνυμο.

sphagnum moss, peat moss: σφάγνο
sphagnum peat, sphagnum peat moss: τύρφη σφάγνου
spiderwort: αραχνόχορτο
spike: στάχυς (τύπος ταξιανθίας)

sp.: η συντόμευση "sp." χρησιμοποιείται όταν το συγκεκριμένο όνομα δεν είναι δυνατόν ή δεν είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί[11]. Βλέπε και σχετιζόμενο είδος.

sp. nov.: speciēs novum → νέο είδος. Συντομογράφεται και ως nov. sp.

species affinis: σχετιζόμενο είδος

spp.: η συντόμευση "spp." (πληθυντικός) υποδηλώνει «αρκετά είδη»[11].

ssp.: χρησιμοποιείται στην ζωολογία αλλά όχι στη βοτανική[11]. Βλέπε subsp. πιο κάτω.

stahlii [σταλίι]: για τον Δρ. Καθηγητή Χριστιανό Ερνστ Σταλ (Christian Ernst Stahl, 1848 - 1919), βοτανολόγο από την Αλσατία που ταξίδεψε στο Μεξικό το 1894[1]. Προφορά: . Βλέπε και Sedum stahlii.

stalk: μίσχος, στέλεχος

stamen: στήμονας
staminode: στημονώδες

Stapelia [Σταπέλια]: ονομασία γένους βλαστοπαχύφυτων χαμηλής ανάπτυξης, χωρίς αγκάθια, κυρίως από τη Νότια Αφρική με λίγα είδη από άλλα μέρη της Αφρικής. Αρκετά ασιατικά και λατινοαμερικανικά είδη συμπεριλήφθηκαν στο παρελθόν, αλλά όλα έχουν πλέον μεταφερθεί στο γένος Ceropegia. Σχετικά με αυτό βλέπε: Σταπελιοειδή. Τα άνθη των βλαστοπαχύφυτων Σταπέλια είναι σε αστεροειδές σχήμα και στα περισσότερα είδη αναδύουν μια οσμή κρέατος σε αποσύνθεση (σαν θνησιμαίο), για να προσελκύουν έντομα που συνδράμουν στην επικονίαση[12, 13]. Ετυμολογία: σύγχρ. λατιν. για τον Γιάν Μπόντε φον Στάπελ (Jan Bode von Stapel, απεβίωσε το 1636), Ολλανδό βοτανολόγο. Βλέπε και Stapelia flavopurpurea, Stapelia gettliffei, Stapelia leendertziae, Stapelia paniculata subsp. scitula.

Stapeliae: Σταπελιοειδή

stapeliiformis [σταπελιόμορφο]: από τη λέξη Stapelia (γένος στην οικογένεια των Ασκληπιαδοειδών) + formis (σχήμα, μορφή). Αναφέρεται στα παχύφυτα εκείνα που μοιάζουν στο σχήμα και στην όψη με τα παχύφυτα του γένους Stapelia. Γι' αυτό και καλούνται σταπελιόμορφα.
Σημ.: διαφέρει από τα Σταπελιοειδή (Stapeliae)[1, 14]. Βλέπε και Ceropegia stapeliiformis.

stele: στήλη
stellate: τρίχωμα αστερόμορφο
stemμίσχοςστέλεχος
stemless: άκαυλος
stigma: στίγμα
stipules: παράφυλλα

stolonifera [στολωνιφέρα]: ετυμολογία <ελλην. στόλων + φέρω: λόγω του ότι το φυτό αναπτύσσει στόλωνες>. Βλέπε και Saxifraga stolonifera 'Tricolor'.

stolons: στόλωνες. Βλέπε και το άρθρο: Στέλεχος φυτού: χαρακτηριστικά και διαφορετικοί τύποι.
stomata: στόματα

stonecrop: (1) Οποιοδήποτε από τα διάφορα παχύφυτα της οικογένειας των Κρασσουλοειδών, που προέρχονται από εύκρατες ζώνες, ειδικά στο γένος Sedum. (2) Ορισμένα φυτά του γένους Lithospermum, στην οικογένεια Boraginaceae. Ετυμολογία: <stone (πέτρα) + crop (καλλιέργεια)>, από την προφανή ικανότητα αυτών των φυτών να αναπτύσσονται μέσα από τις σχισμές πέτρας ή βράχου.

Streptocarpus [Στρεπτόκαρπος]: ονομασία γένους caulescent ημι-παχύφυτων στην οικογένεια των Γεσνεριοειδών με 176 - επί του παρόντος καταγεγραμμένα είδη[30]. Ετυμολογία <ελλην. στρεπτός (συνεστραμμένος) + καρπός, για το σχήμα της κάψας>.

streyi [στρεΐι]: για τον Ρούντολφ Γιόργκ Στρέι (Rudolf Georg Strey, 1907 - 1988[15]) ο οποίος ήταν Γερμανικής καταγωγής και μετακόμισε στη Νότια Αφρική. Η ονομασία δόθηκε για την Crassula streyi η οποία ανακαλύφθηκε από τον ίδιο[16].

strictus, stricta, strictum [σφικτός, -η, -το]: ετυμολογία <λατιν. τέλεια παθητική μετοχή του stringō (σφίγγω, συμπιέζω)>. Για την Tillandsia stricta, το επίθετο stricta αναφέρεται στο πυκνό φύλλωμα αυτού του αερόφυτου.
σημ. Έχει εσφαλμένα κυκλοφορήσει στο διαδίκτυο στην αγγλική (καθώς και μεταφρασμένο στην ελληνική) η εσφαλμένη ετυμολογία upright, erect. Προφανώς θα μπέρδεψαν το strait νομίζοντάς το για straight.

stump: (1) κομμένος κορμός δέντρου (κούτσουρο)· (2) πρέμνο.

style: στύλος

subshrub/sub-shrub [θαμνίσκος]: τροπικοί ή υποτροπικοί θάμνοι νάνοι με ξυλώδη κορμό στη βάση του στελέχους του φυτού. Βλέπε και shrublet.

subspecies ή subsp.: υποείδος. subspp. πληθυντικός (δηλώνει πάνω από ένα υποείδη)[11].

substrate: υπόστρωμα («χώμα»)

subulata, subulatus, subulatum [οβελοειδής]: ονομασία είδους που αναφέρεται στο σουβλερό σχήμα των φύλλων ή του στελέχους του φυτού. Ετυμολογία: <λατιν. sūbulātus (οβελοειδής, σουβλερός)>. Βλέπε και Austrocylindropuntia subulata f. monstrosa.

succulenceευχυμία
succulent (plant): παχύφυτο

Succulent Karoo: το Succulent Karoo είναι μια οικοπεριοχή στην έρημο της Νότιας Αφρικής και της Ναμίμπια[17]. Είναι αξιοσημείωτη για την πλουσιότερη χλωρίδα παχύφυτων στον κόσμο και φιλοξενεί περίπου το ένα τρίτο των περίπου 10.000 παχύφυτων ειδών του κόσμου. Το 40% των παχύφυτων που απαντούν εκεί είναι ενδημικά[18]. Η περιοχή είναι εξαιρετικά πλούσια σε γεωφυτα, που αριθμούν περί τα 630 είδη.

sucker: υπόγειος επιλαχόντας στόλωνας/παραφυάδα. Είναι μια παραφυάδα με λίγο - πολύ υπόγεια προέλευση. Ένας όρθιος βλαστός προερχόμενος από έναν οφθαλμό σε μια ρίζα ή ένα ρίζωμα, μερικές φορές σε κάποια απόσταση από το στέλεχος του φυτού. Αναπτύσσεται πλαγίως προς τα πάνω και δημιουργεί νέα φυτά. Επομένως, μπορεί να ονομαστεί ένας υπόγειος runner. Παράδειγμα: Μέντα. Βλέπε και το άρθρο: Στέλεχος φυτού: χαρακτηριστικά και διαφορετικοί τύποι.

Sulcorebutia [Ρυτιδορεμπούτια]: <ετυμ.: λατιν. "sulcus": ρυτίδα, αυλάκωση, χαρακιά + το γένος Rebutia [Ρεμπούτια]>. αναφέρεται στις ρυτίδες/αυλακώσεις που διαχωρίζουν τους κόνδυλους του φυτού[1]. Βλέπε και Sulcorebutia canigueralii f. violacidermis.

superphosphate, super phosphate [υπερφωσφορικό]: αναφέρεται σε τύπο λιπάσματος. Το υπερφωσφορικό είναι ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό ορυκτό λίπασμα αζώτου-φωσφόρου. Αποτελείται από φώσφορο (26%) και άζωτο (6%). Το υπερφωσφορικό λίπασμα εμπεριέχει επίσης μικροθρεπτικά συστατικά όπως κάλιο, μαγνήσιο, ασβέστιο και θείο που είναι απαραίτητα για την τροφοδοσία και την ανάπτυξη των φυτών. Το λίπασμα αυτό είναι συνήθως διαθέσιμο σε μορφή σκόνης και κόκκων μεγέθους έως 4 χιλ.

sympodial (growth)συμποδιακή (ανάπτυξη)

syn. nov. [new synonym]: ετυμολογία <ελλην. συνώνυμον + λατιν. novum (νέο)>. Τα νέα συνώνυμα εμφανίζονται με έντονους χαρακτήρες με την μορφή syn. nov. στο τέλος της παραπομπής του ονόματος και του ακαδημαϊκού προσώπου που το αναφέρει. Παράδειγμα: Cyanotis obtusa (Trimen) Trimen, 1898 syn. nov.

Syngonium [Συγκόνιο]: ονομασία γένους φυλλοφόρων φυτών με 32 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[19]. Βλέπε και: Syngonium 'Pixie'.


__________
Παραπομπές

1. Etymological Dictionary of Succulent Plant Names - Urs Eggli, Leonard E. Newton
2. POWO: γένος Sansevieria
3. Kaktos forums
4. wordsense: scandēns
5. wiktionary: scandent
6. βικιλεξικό: αναρριχητικό φυτό
7. wikipedia: schumi etymology
8. online latin dictionary: scītŭlus
9. βικιπαίδεια: Φρούτο του δράκου
10. wiktionary: serpens
11. wikipedia: binomial nomenclature
12. Oxford Dictionary of English - Angus Stevenson
13. wikipedia: Stapelia
14. Εικονογραφημένον Βοτανικόν - Φυτολογικόν Λεξικόν: Τόμος Η΄, σελ. 3853
15. abcjournal: Rudolf G. Strey [PDF]
16. PlantZAfrica: Crassula streyi
17. unesco: Succulent Karoo
18. The Environmental Literacy Council: Succulent Karoo
19. POWO: γένος Syngonium
20. botanicgardens.org: Tradescantia sillamontana
21. POWO: γένος Scindapsus
22. merriam-webster: Scindapsus
23. wiktionary: सितारा
24. POWO: γένος Senecio
25. POWO: γένος Saxifraga
26. academic: Σαξιφράγα
27. Studies on the Medicinal Resources. XXXVI. The Constituents of the Leaves of Saxifraga stolonifera MEERBURG (Saxifragaceae)
28. POWO: γένος Salvia
29. POWO: Saintpaulia συνώνυμο του Streptocarpus
30. POWO: γένος Streptocarpus
31. POWO: γένος Scutellaria
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου