⚠️ σε αυτό το ιστολόγιο διαβάζεις ξεκούραστα, δίχως παράθυρα να πετάγονται αριστερά/δεξιά, ⛔δίχως διαφημίσεις.
Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να διαβάσεις αυτό το μήνυμα.

Βοτανική Ορολογία :: Γράμμα Πι

Γράμμα Πι (Π, π)


φυτό τηλέγραφος, βοτανική ορολογία, βοτανικό λεξικό, βοτανικό γλωσσάρι για παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου - γράμμα πι
Φυτό Τηλέγραφος, ποικιλία 'Pink Stripe'. Ένας εντυπωσιακός αντιπρόσωπος των πανασέ ποικιλιών των φυτών στο γένος Τραντεσκάντια, στο οποίο υπάρχει πληθώρα ποικιλόχρωμων καλλιεργούμενων ποικιλιών.

Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου


Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.

ενημέρωση: 6 Απριλίου 2020

πανασέ, ποικιλοχρωμία, ποικιλόχρωμο, πολυχρωμία [variegation]: Μια παραλλαγή στο χρώμα των διαφορετικών ζωνών του ίδιου φυτού. Ένας μεταχρωματισμός - συνήθως των φύλλων με ζώνες η κηλίδες λευκού ή κίτρινου χρώματος. Χρησιμοποιείται συχνά και ο ιταλικός όρος variegata. Στα λατινικά καλείται αντίστοιχα: variegatavariegatus. Η κοινή πανασέ μορφή εμφανίζει φύλλα με ανοιχτό κίτρινο ή λευκό χρώμα στο άκρο του φύλλου. Υπάρχει και ο αντίστροφος πανασέ μεταχρωματισμός (reverse variegation), όπου εμφανίζεται το αντίστροφο, το άκρο των φύλλων είναι πράσινο και μια ζώνη ανοιχτού κίτρινου ή λευκού χρώματος εμφανίζεται στο κέντρο των φύλλων. Για παράδειγμα βλέπε και το: Chlorophytum comosum όπου εμφανίζεται τόσο η κοινή όσο και η αντίστροφη ποικιλοχρωμία. Ετυμολογία: <γαλλ. panaché (variegation)>. Βλέπε και: blister variegation και  discolor.  Αυτός είναι λοιπόν ο ορισμός των όρων: variegata/variegatus/variegatum. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ποικιλοχρωμία βλέπε στη σελίδα: Πανασέ φύλλωμα - Ποικιλοχρωμία, Πολυχρωμία - Variegation στα φυτά.


πάππος (pappus), εμφανίζεται στα περισσότερα Αστεροειδή και Σύνθετα
Ο χαρακτηριστικός πάππος (pappus), εδώ στο φυτό Gynura aurantiaca.

πάππος [pappus]: λευκές λεπτές μακριές πολυάριθμες τρίχες στον καρπό, η λειτουργία των οποίων εξυπηρετεί στη διασπορά των καρπών σε μακρινή απόσταση με τη βοήθεια του ανέμου. Ο πάππος εμφανίζεται στα περισσότερα φυτά της οικογένειας των Αστεροειδών και της οικογένειας των Σύνθετων. Ετυμολογία: <αρχ. ελλην. πάππος (παππούς)>. Από τον πάππο μάλιστα πήρε και την ονομασία του το γένος Senecio.

παραβλαστικότητα: η ικανότητα φυτών να αναπτύσσουν βλαστούς από μη κανονικές θέσεις (κορμοβλαστήματα, πρεμνοβλαστήματα, ριζοβλαστήματα)[1].

παραστεφανοειδή/κορωνοειδή [coronate]: συμπέταλα άνθη σε μορφή παραστεφάνης/κορώνας[2].

παραφυάδα/παράφυτο/παραβλάστημα [offset/offshoot/sucker]: οι παραφυάδες ή αλλιώς παράφυτα είναι πλευρικοί βλαστοί, προϊόν αγενούς πολλαπλασιασμού, που αναπτύσσει το φυτό καθώς μεγαλώνει. Αυτά τα νέα φυτάρια είναι κλώνοι, δηλαδή πανομοιότυπα με το μητρικό φυτό[3]. Είναι κοντύτερα και παχύτερα από ένα runner. Βλέπε και sucker.

παράφυλλα [stipules]: τα παράφυλλα είναι δευτερεύοντα μικρά σε μέγεθος φύλλα που φύονται συνήθως κοντά στον μασχαλιαίο οφθαλμό. Συνήθως φύονται σε ζεύγη, εξ' ου και ο πληθυντικός. Σπανίως δε, μπορεί να εμφανιστεί και μονό παράφυλλο.

Παρωδία [Parodia]: ονομασία γένους κάκτων στην οικογένεια Κακτοειδή με 61 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[15]. Ετυμολογία <ονομάστηκε προς τιμή του Αργεντινού βοτανολόγου Δρ. Λορέντσο Ραϋμόνδος Παρώδι (Dr. Lorenzo  Parodi, 1895-1966)>.

Παφιοπέδιλο: Paphiopedilum.

παχύκαυλο, παχύκορμο [pachycaul]: ετυμολογία: <παχύς + λατιν. caulis (καυλός)[4, 5]>. Το παχύκαυλο ή παχύκορμο θα μπορούσε να θεωρηθεί ενδεχομένως ως συνώνυμο του caudex, αλλά υπάρχουν κάποιες διαφορές ανάμεσα στα δυο. Ο όρος παχύκαυλο (ή παχύκορμο) αναφέρεται συνηθέστερα σε δέντρο με χοντρό και ιδιαίτερα κοντό κορμό, το οποίο έχει συνήθως ελάχιστα κλαδιά. Συνεπώς, το παχύκαυλο μπορεί να θεωρηθεί ως μια ενδιάμεση μορφή ανάπτυξης μεταξύ ενός τυποποιημένου δέντρου και ενός caudex.

Παχυκερέες [Pachycereeae]: φυλή στην οικογένεια Κακτοειδή. Ετυμολογία και ανάλυση μεταγραφής στα ελληνικά βάσει του πίνακα μεταγραφής:  Pachycereus+eae → Παχυκέρεος+έες → Παχυκερέες.

παχύφυτο (φυτό) [succulent (plant)]: στη βοτανική, τα παχύφυτα ή χυμώδη φυτά είναι φυτά που έχουν κάποια μέρη που είναι περισσότερο από ό, τι συνήθως παχιά και σαρκώδη, για να συγκρατούν το νερό σε ξηρές κλιματολογικές ή εδαφολογικές συνθήκες. Ο όρος succulent προέρχεται από τη λατινική λέξη suculentus, που σημαίνει «χυμώδης»[6]. Τα παχύφυτα μπορούν να αποθηκεύουν νερό σε διάφορους ιστούς και δομές, όπως στα φύλλα, στους βλαστούς και στα caudices[7]. Τα παχύφυτα εκείνα που ζουν σε ερήμους έχουν εξελιχθεί σε ξηρόφυτα. Δεν είναι όμως όλα τα παχύφυτα ξηρόφυτα. Υπάρχουν και πολύ διαφορετικά σε εμφάνιση φυτά, όπως το γνωστό μας φυτό Τηλέγραφος (Tradescantia pallida), το οποίο έχει σαρκώδη φύλλα που και αυτά αποθηκεύουν νερό. Ένα άλλο φυτό με παχύφυτα φύλλα είναι και η Χόγια η σαρκώδης (Hoya carnosa), με τα όμορφα και αρωματικά της άνθη. Τα παχύφυτα απαντούν σε όλο τον κόσμο.

Πελιονία [Pellionia]: ονομασία γένους τροπικών κρεμαστών κληματίδων στην οικογένεια Κνιδοειδή (Urticaceae) με 74 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα γένη[16]. Ετυμολογία: <για τον Μαρί Ιωσήφ Αλφόνς Οντέ-Πελιόν (Marie Joseph Alphonse Odet-Pellion, 1796-1868). Γάλλος αξιωματικός που ήταν μέλος της εκστρατείας Φρεσινέ (Freycinet) σε όλο τον κόσμο την οποία ηγήθηκε ο Καπετάνιος Λουδοβίκος ντε Φρεσινέ[17, 18].

Περεσκιοΐδες [Pereskioideae]: υποοικογένεια στην οικογένεια Κακτοειδή. Ετυμολογία και ανάλυση μεταγραφής στα ελληνικά βάσει του πίνακα μεταγραφής: Pereskia+oideae → Περέσκια+οΐδες → Περεσκιοΐδες.

περιάνθιο [perianth]: μη αναπαραγωγικό μέρος του άνθους που σχηματίζεται από τον κάλυκα και τη στεφάνη[1].

περισπέρμιο, κάψα [pod, seed-pod, seedpod, seed coat]: το περισπέρμιο είναι το προστατευτικό κάλυμμα του σπόρου/σπόρων και ενσωματώνει μηχανισμούς για τον έλεγχο της διέλευσης του νερού και αναστολείς βλάστησης (germination inhibitors). Πολλές φορές το περισπέρμιο δεν αφήνει δίοδο για να εισέλθει νερό ή/και οξυγόνο στο εσωτερικό του σπόρου/σπόρων με αποτέλεσμα μια κατάσταση εξαναγκασμένου ληθάργου[8].

περλίτης [perlite]: ο περλίτης χρησιμοποιείται παγκοσμίως ως συστατικό για ειδικά μείγματα χώματος όπου παρέχει αερισμό και βέλτιστη διατήρηση υγρασίας και θερμομόνωση για ανώτερη καλλιέργεια φυτών. Οι ιδιότητές του είναι παρόμοιες με τα υπόλοιπα υποστρώματα αερισμού του εδάφους: βερμικουλίτης, ατταπουλγίτης, ζεόλιθος, ελαφρόπετρα. Για περισσότερα βλέπε και το άρθρο για τον περλίτη.

πέταλα [petals]: μεταμορφωμένα φύλλα που αποτελούν βασικά δομικά, μη αναπαραγωγικά στοιχεία του άνθους των αγγειόσπερμων. Τα πέταλα των διαφόρων φυτών εμφανίζουν μία μεγάλη ποικιλία χρωμάτων[1].

πίλημα: πυκνές, πιεσμένες τρίχες[1].

Πιπεροειδή [Piperaceae]: μια μεγάλη ευρέως διανεμημένη οικογένεια ποωδών φυτών αποτελούμενη από 3495 (επί του παρόντος) ζώντα είδη[9] και 6 αποδεκτά γένη[10] από τα οποία τα 2700 είναι γνωστά στους ταξινόμους. Βλέπε και: Peperomia argyreiaPeperomia polybotrya, Peperomia quadrangularisPeperomia rotundifolia var. pilosior, Peperomia 'Smaragd'Peperomia tetragona.

Πιπερώδη [Piperales]: τάξη φυτών με 4168 ζώντα είδη από τα οποία περί τα 3352 είδη έχουν καταγραφεί από τους ταξινόμους[11].

πλειοχάσιο [pleiochasium]: τύπος ταξιανθίας. Επάκριο άνθος, κάτω από το οποίο σχηματίζονται τρεις ή περισσότεροι πλάγιοι κλάδοι, οι οποίοι διακλαδίζονται περαιτέρω σε δευτερεύοντες κλάδους[2].

πληκτροφόρα [calcarate/spurred]: τα πέταλα επιμηκύνονται και σχηματίζουν πλήκτρα. Παράδειγμα: Aquilegia sp.[2] Βλέπε και συμπέταλα άνθη.

ποδίσκος [peduncle]: το στέλεχος στο άκρο του οποίου φέρεται ένα άνθος ή το κύριο στέλεχος μίας ταξιανθίας[1].

ποικιλία [variety, var.]: κατηγορία ταξινομικής διάκρισης ενός είδους που παρουσιάζει μορφολογικές διαφορές, οι οποίες πιθανώς να οφείλονται σε λόγους γεωγραφικούς[1]. Διαφέρει από τον όρο cultivar (cv.).

ποικιλοχρωμία, πολυχρωμία, διαποίκιλση [variegation]: βλέπε πανασέ πιο πάνω.

πολύγαμα [polygamous]: φυτά στα οποία το κάθε άτομο φέρει άνθη διγενή και μονογενή[1].

πολυετές [perennial]: φυτό το οποίο ζει πάνω από ένα έτος. Μερικά από αυτά είναι εξαιρετικά μακρόβια ξεπερνώντας ακόμα και τα 1000 χρόνια ζωής π.χ. ελιά, πλάτανος. Ενώ το μακροβιότερο καταγεγραμμένο δέντρο είναι ένα είδος πεύκου, το Pinus longaeva του οποίου οι δακτύλιοι αποκάλυψαν την ηλικία των 5066 ετών.

πολυφυλία [polyphyly]: (ταξινομία). Ομαδοποίηση ταξινομικών ομάδων που δεν μοιράζονται πρόσφατο κοινό πρόγονο[12]. Βλέπε και πολυφυλογενετικό πιο κάτω.

πολυφυλογενετικό, πολυφυλετικό [polyphyletic]: (ταξινομία). <πολύ + φυλογένεια>. Στη βοτανική αναφέρεται σε κάποιο φυτό που έχει πολλαπλές πηγές προέλευσης· αναφερόμενο σε μια ταξινομική βαθμίδα που δεν περιέχει τον πιο πρόσφατο κοινό πρόγονο των μελών της[13]. Βλέπε και πολυφυλία πιο πάνω.

πρέμνο [stump]: (1) κορμός δένδρου κομμένος ή κλαδεμένος ή ξεραμένος (κούτσουρο)· (2)αναρριχώμενο φυτό, κλήμα· (3)πρέμνα: έκταση φυτεμένη με κλήματα[14]. Βλέπε και Epipremnum.

πρηνές, έρπον (στέλεχος) [prostrate]: ένα φυτό με δομή στελέχους η οποίο κείτεται επίπεδα στο έδαφος. Βλέπε και εδαφοκαλυπτικό.


__________
Παραπομπές

1. botany.gr: ορολογία Κ - Ρ
2. plantsdb.gr: Το Άνθος - Δομή, Μορφολογία και Λειτουργίες
3. wikipedia: offset
4. latin dictionary: caulis
5. academic greek dictionary: καυλός
6. latin dictionary: sūcŭlentus
7. merriam webster: succulent
8. βικιπαίδεια: σπόρος
9. World Plants: οικογένεια Piperaceae
10. POWO: οικογένεια Piperaceae
11. World Plants: Τάξη Piperales
12. Η Εξέλιξη του Έμβιου Κόσμου: Χορδωτά - Δ. Σ. Κωστόπουλος, Γ. Δ. Κουφός σελ. 62 [PDF]
13. wiktionary: polyphyletic
14. lexigram.gr: πρέμνο
15. POWO: γένος Parodia
16. POWO: γένος Pellionia
17. CRC World Dictionary of Plant Names - Umberto Quattrocchi, σελ. 1992
18. The Freycinet Expedition, 1818-1819: Plus Reference Tables - Rodrigue Lévesque
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου