⚠️ σε αυτό το ιστολόγιο διαβάζεις ξεκούραστα, δίχως παράθυρα να πετάγονται αριστερά/δεξιά, ⛔δίχως διαφημίσεις.
Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να διαβάσεις αυτό το μήνυμα.

Βοτανική Ορολογία :: Letter L

Letter L, l




βοτανική ορολογία, βοτανικό λεξικό, βοτανικό γλωσσάρι για παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου - letter l
Chlorophytum laxum, Χλωρόφυτο το λάσκο

Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου


Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.

ενημέρωση: 2 Φεβρουαρίου 2020

Lady slipper orchid [Ορχιδέα γυναικείο πέδιλο]: αναφέρεται στα γένη ορχιδεών Paphiopedilum, Cypripedium και των υβριδίων Phragmipedium.

laetivirens [ανοιχτοπράσινη]: ονομασία είδους παχύφυτου. Ετυμολογία: <λατιν. laetus (λαμπερό, φωτεινό) + λατιν. virens (πράσινο)>[1]. Αναφέρεται στο ανοιχτό πράσινο χρώμα των φύλλων στην Kalanchoe laetivirens.

Lampranthus [Λαμπρανθός]: ονομασία γένους παχύφυτων δροσουλιτών στην οικογένεια των Αειζωοειδών με 208 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[11]. Ετυμολογία <ελλην. λαμπρός + άνθος, για τα λαμπερά λουλούδια των φυτών αυτών.

latex [λατέξ]: ένα γαλακτώδες υγρό ευρισκόμενο σε πολλά φυτά π.χ. παπαρούνες, αλλά και στο παχύφυτο Orbea decaisneana, το οποίο ρέει όταν το φυτό τεμαχίζεται και πήζει σε έκθεση στον αέρα. Το λατέξ του καουτσούκ είναι η κύρια πηγή φυσικού καουτσούκ[2].

laxum [λάσκο]: λάσκο· χαλαρό. Ετυμολογία: <ουδ. του λατιν. laxus (λάσκος, χαλαρός)>. Βλέπε και Chlorophytum laxum 'Pacific'.

layering: βλ. καταβολάδα
leaf axil: βλ. μασχάλη φύλλου

leaflet: φυλλαράκι

leaf mold compost: βλ. φυλλόχωμα.

Ledebouria [Λιντεμπούρια, Λεντεμπούρια]: ονομασία του γένους Ledebouria για τον καθηγητή Δρ. Καρλ Φον Λίντεμπουρ (Prof. Dr. Carl F. von Ledebour, 1785-1851), Γερμανός βοτανολόγος που ταξίδεψε ευρέως στη Ρωσία[1]. Βλέπε και: Ledebouria socialis.

leendertziae [λεϊντερτζιάε]: ονομασία είδους προς τιμήν της Ρέινο Λέιντερτζ (Reino Leendertz, 1869-1965) από τη Νότια Αφρική, η οποία υπήρξε η πρώτη επίσημη βοτανολόγος που εργάστηκε στο Μουσείο Transvaal και που πρώτη συνέλεξε το είδος αυτό κοντά στη Χαϊδελβέργη το 1909[14]. Βλέπε και: Stapelia leendertziae.

leuconeura [λευκόνευρη]: αναφέρεται στις λευκές νευρώσεις στα φύλλα. Βλέπε και Maranta leuconeura 'Fascinator'.

liana, liane [λιάνα]: ξυλώδης συστρεφόμενος αναρριχητικός βλαστός που απαντά συνηθέστερα σε τροπικό δάσος. Αναφέρεται συχνότερα στον τύπο του κορμού, αλλά πρόκειται για ένα ξυλώδες αναρριχητικό φυτό, με ρίζες στο έδαφος. Βλέπε και το άρθρο: Στέλεχος φυτού: χαρακτηριστικά και διαφορετικοί τύποι.

lime, limestone: βλ. ασβεστόλιθος.

limifolia [ρασπόφυλλος (η)]: από τη λατινική λέξη limifolius <lima: ράσπα + folius: -που φέρει (τέτοια) φύλλα>. Αναφέρεται στην τραχιά επιφάνεια των φύλλων. Παράδειγμα: Χαγουόρθια η ρασπόφυλλος (Haworthia limifolia)[1].

linearis [γραμμικός]: ονομασία είδους φυτών. Ετυμολογία: <λατιν. līnĕāris (γραμμικός· που αποτελείται από γραμμές)[9, 10]>. Linear στα αγγλικά. Βλέπε και Ceropegia linearis subsp. woodii.

lithophyte: βλ. λιθόφυτο

loriforme, loriformis [λωριόμορφος, -η -ο]: ετυμολογία: <λατιν. lōrum (λουρί, λουρίδα), αρχ. ελλην. λῶρος + λατιν. forma (εμφάνιση, μορφή, σχήμα). Αυτό που μοιάζει με λουρί, με σχήμα λουρίδας, λωρίδας. Αγγλ. lorate, loriform[3, 4, 5]. Βλέπε και Murdannia loriformis.

Ludisia [Λουντισία]: ονομασία γένους ορχιδεών στην οικογένεια των Ορχιδοειδών με 2 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[12]. Ετυμολογία <αβέβαιη, πιθανώς πήρε την ονομασία της από την ελεγεία του «Λυδή»[13]>. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του γένους είναι η ορχιδέα Ludisia discolor (Λουντισία η δίχρωμη).

luteus, lutea, luteum: χρυσό, κίτρινο, ξανθό, ώχρα, ωχρός, βαθυκίτρινο (saffron). Ετυμολογία: <λατιν. lūtĕum (κίτρινο χρώμα, βαθυκίτρινο (saffron), κρόκος αυγού)>[6, 7]. Στη βοτανική ο όρος lutea χρησιμοποιείται για να καθορίσει κάποιο συγκεκριμένο χρωματισμό, συνήθως των λουλουδιών. Αναλόγως του τόνου του χρώματος του είδους, χρησιμοποιούνται αντίστοιχα και διαφορετικές ονομασίες για να καθορίσουν το χρώμα[8]. Βλέπε και: Orbea lutea.

lyratus, lyrata, lyratum [λυρόμορφος, -ο, -η, -το]: που έχει το σχήμα της λύρας. Παράδειγμα: Ficus lyrata, για τα φύλλα που μοιάζουν με το μουσικό όργανο λύρα.


__________
Παραπομπές

1. Etymological Dictionary of Succulent Plant Names - Urs Eggli, Leonard E. Newton
2. Oxford dictionaries: latex
3. online latin dictionary: lōrum
4. enacademic: λῶρος
5. bab.la: loriforme
6. online latin dictionary: lūtĕum
7. LatDict: luteus, lutea, luteum
8. βικιπαίδεια: αναζήτηση με λήμμα lutea
9. online latin dictionary: līnĕāris
10. glosbe: linearis
11. POWO: γένος Lampranthus
12. POWO: γένος Ludisia
13. The Orders and Families of Monocots: Ludisia classification
14. PlantZAfrica: Stapelia leendertziae
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου