⚠️ σε αυτό το ιστολόγιο διαβάζεις ξεκούραστα, δίχως παράθυρα να πετάγονται αριστερά/δεξιά, ⛔δίχως διαφημίσεις.
Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να διαβάσεις αυτό το μήνυμα.

Βοτανική Ορολογία :: Letter M

Letter M, m


Maranta leuconeura 'Fascinator', Μαράντα η λευκόνευρη ποικ. Φασινέιτορ, τροπικό φυλλοφόρο φυτό
Maranta leuconeura 'Fascinator' [Μαράντα η λευκόνευρη ποικ. Φασινέιτορ]
ένα εντυπωσιακό φυλλοφόρο τροπικό φυτό στην οικογένεια των Μαραντοειδών,
που δεν απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις για τη φροντίδα του.

Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου


Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.

ενημέρωση: 5 Απριλίου 2020

macrocarpa, macrocarpus [μακρόκαρπος (η, o)]: μακρύς + καρπός. Για τα παχύφυτα εκείνα που αναπτύσσουν καρπό μεγάλου μήκους. Βλέπε και: Agave papyrocarpaAloe macrocarpaCyphostemma macrocarpa, Huernia macrocarpa, Jatropha macrocarpa, Lampranthus macrocarpus, Marah macrocarpa, Opuntia galapageia var. macrocarpa, Pedilanthus macrocarpus, Rhodiola macrocarpa, Schreiteria macrocarpa, Tetragonia macrocarpa, Trochomeria macrocarpa[1].

macrophylla [μακρόφυλλη, η]: ετυμολογία: <ελλην. μακρύς + φύλλο>. Ο όρος (η) μακρόφυλλος, είναι αρχαϊκός και ως εκ τούτου θεωρείται παρωχημένος. Βλέπε και Hoya macrophylla 'Variegata'.

magnoliifolia [μανολιάφυλλη]: ονομασία είδους στο γένος Πιπερόμοια. Ετυμολογία: <magnolia (φυτό μανόλια) + λατιν. fŏlĭum (φύλλο)[16]>. Βλέπε και Peperomia magnoliifolia 'Variegata'.

Maihuenia [Μαϊχουένια]: ονομασία γένους φυτών στην οικογένεια Κακτοειδή με δύο - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[17]. Ετυμολογία: από την λέξη Maihuen στη φυλή των Mapuche από τη Νότια-Κεντρική Χιλή, που σημαίνει γυναίκα[18].

Maihuenioideae: Μαϊχουενιοΐδες.

majestica [μεγαλοπρεπής (η), αρχοντική]: ετυμολογία: <νεολατιν. majesticus -> αγγλ. majestic -> μεγαλοπρεπής, αρχοντικός>[2]. Βλέπε και: Goeppertia majestica ‘Whitestar’.

Maranta [Μαράντα]: ονομασία γένους τροπικών, φυλλοφόρων, κρεμοκλαδών φυτών με 42 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη, στην οικογένεια των Αροειδών[14]. Ετυμολογία: <νεολατινικός όρος, για τον Βαρθολομαίο Μαράντα (Bartollomeo Maranta), Ιταλό βοτανοθεραπευτή του 16ου αιώνα[15]>.

Marantaceae: Μαραντοειδή.

margaritiferus [μαργαριτοφόρος]: ετυμ.: μαργαριτάρι + -φέρω. Για το σώμα του φυτού το οποίο είναι καλυμμένο με μικρούς ρόζους που μοιάζουν σαν μαργαριτάρια[1]. Βλέπε και: Nananthus margaritiferus.

marginalis, marginale [περιθωριακός, -ή, -το]: ετυμολογία <λατιν. margo (περιθώριο) + λατιν. επίθημα -ālis [16] (για κάτι που βρίσκεται στο περιθώριο· εν προκειμένω αναφέρεται για κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στο περιθώριο των φύλλων. Παράδειγμα: Crassula pellucida ssp. marginalis 'Variegata')>.

marmoratus, marmorata, marmoratum [μαρμαροειδής -ο, -η, -το]: αναφέρεται στα σχέδια του φυλλώματος τα οποία παρομοιάζουν με τα σχέδια του μάρμαρου. Ετυμολογία: λατιν. marmŏrātus[3, 4]. Βλέπε και: Kalanchoe marmorata.

maxii, maximiliani, maximilianii [μαξίι, μαξιμιλιάνι, μαξιμιλιάνιι]: ονομασίες ειδών. Ετυμολογία: <για τον Μαξιμιλιανό Σλέχτερ (Maximilian (Max) Schlechter, 1874-1960)[1]>. Βλέπε και Braunsia maximiliani.

mcloughlinii [μακλοκλινίι]: ονομασία είδους που δόθηκε για τον Ταγματάρχη Άλφρεντ Μακλόλιν (Alfred G. McLoughlin, 1886 - 1960), νοτιοαφρικανικό δικηγόρο, συλλέκτη στη ΝΑ Αφρική κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας[1]. Βλέπε και Orbea mcloughlinii.

medical herbalism: βοτανοθεραπεία

megalantha [μεγαλανθής, η]: όπως και η σύνθετη ονομασία φανερώνει, αναφέρεται στο μέγεθος των λουλουδιών τα οποία είναι συγκριτικά μεγαλύτερα με τα περισσότερα άλλα είδη Χόγια. Βλέπε και Hoya megalantha.

megasporophyll: μεγασπορόφυλλο

meleagris [μελεαγρίς, μελεαγρίδα]: ετυμολογία <από τον Μελέαγρο (ελλην. μυθολογία)>. Παράδειγμα: Fritillaria meleagris (Φριτιλλάρια η μελεαγρίς).

mesemb: βλέπε Αειζωοειδή.

Mesembryanthemum [Μεσημβριάνθεμο]: ετυμ. μεσημβρία + άνθεμο (λουλούδι). Γένος ανθοφόρων φυτών στην οικογένεια των Αειζωοειδών. Η ονομασία Μεσημβριάνθεμο δόθηκε λόγω του ότι τα είδη αυτού του γένους ανθίζουν συνήθως το μεσημέρι[5].

metallica [μεταλλική]: ονομασία του είδους Peperomia metallica. Ετυμολογία: <λατιν. metallica (που αποδίδεται ή αφθονεί στο μέταλλο)>. Βλέπε και Peperomia metallica var. columbiana.

Mickelopteris [Μικελοπτέρις]: ονομασία γένους φυτών με ένα καταγεγραμμένο είδος (επί του παρόντος)[57]. Η ονομασία δόθηκε για τον Δρ. John Mickel, επιμελητή του Βοτανικού Κήπου της Νέας Υόρκης και υπεύθυνο για τις Φτέρες. Ετυμολογία <Mickel + pteris (φτέρη)>. Βλέπε και Mickelopteris cordata.

microbiome: μικροβιοκοινότητα
microbiota: μικροβιοχλωρίδα
microhabitat: μικροβιότοπος
microphyll: μικρόφυλλο
micropropagation: μικροπολλαπλασιασμός.

midrib: κεντρική νεύρωση φύλλου
milkweed family, milkweeds: γαλατσίδες

minima [ελάσσων (η)]: ονομασία καλλιεργούμενης ποικιλίας της Crassula ovata. Ετυμολογία: <λατιν. mĭnĭmus (μικρότερος· ελάσσων)>. Βλέπε και Crassula ovata 'Minima'.

mixed spadix: μικτός σπάδιξ (τύπος ταξιανθίας)

mixta [μικτή]: επιθετικός προσδιορισμός είδους και υποείδους. Ετυμολογία: <λατιν. mixtus (μικτός· ημίαιμος· ανακατεμένος)>. Βλέπε και Ceropegia mixta.

monochasium: μονοχάσιο (τύπος ταξιανθίας)
monoecious: μονόικο
monopodial: μονοποδιακή

Monstera [Μονστέρα]: ονομασία γένους τροπικών φυλλοφόρων φυτών στην οικογένεια των Αροειδών, με 41 (επί του παρόντος) καταγεγραμμένα είδη[12]. Ετυμολογία: <πιθανότατα από το λατινικό monstrum (τέρας) αναφερόμενο στο τεράστιο μέγεθος αρκετών φυτών του γένους[13]>. Βλέπε και Monstera 'Monkey Mask'.

monstrosa, monstrosus [τερατώδης -η, -ο]: αναφέρεται στην τερατόμορφη και λοφιοφόρο μορφή ορισμένων κάκτων κυρίως και σπανιότερα παχύφυτων. Αυτοί οι κάκτοι εμφανίζουν μια ανώμαλη και παραμορφωμένη ανάπτυξη. Το φαινόμενο είναι αρκετά συχνότερο σε κάκτους και σπανιότερο σε παχύφυτα[6, 7]. Παράδειγμα: Euphorbia lactea 'Cristata' cv. White Ghost.

morganianum [μοργκανιάνουμ]: ονομασία είδους παχύφυτων. Για τον Δρ. Μέρεντιθ Μόργκαν (Dr. Meredith W. Morgan, 1887-1957), έναν αμερικανό λάτρη των παχύφυτων[8]. Βλέπε και Sedum morganianum.

mounted (plant): γυμνόριζο (φυτό)

multicava [μουλτικάβα]: το συγκεκριμένο επίθετο δόθηκε στο φυτό αυτό από τον Γάλλο βοτανολόγο Charles Antoine Lemaire (1800 - 1871) και προέρχεται από τις λατινικές λέξεις 'multi' που σημαίνει «πολλές» και 'cava' που σημαίνει «κοίλο», «οπή» ή «κοιλότητα» και αναφέρεται στους πόρους στα φύλλα αυτού του είδους. Αυτοί  οι πόροι είναι γνωστοί ως υδατοδοί (hydathodes) και το φαινόμενο της εκροής του περισσευούμενου νερού ονομάζεται guttation[9]. Βλέπε και Crassula multicava 'Purple Dragon'.

multiflora: multi+flora που σημαίνει πολλά άνθη. Οι Φαλαινόψις multiflora ορχιδέες αναπτύσσουν πολλά κοτσάνια από τους βλαστούς με πολλά άνθη τα οποία όμως είναι μικρού/μεσαίου μεγέθους. Είναι μια εντυπωσιακή ορχιδέα που γεμίζει το χώρο με την πλούσια άνθησή της.

multiple fruit: συγκάρπιο

mundulus, mundula, mundulum [κομψούλα -ή]: ετυμολογία: <λατιν. mundŭlus υποκορ. του mundus (καθαρός, τακτικός, κομψός)[19, 20]>. Βλέπε και Tradescantia mundula.

Murdannia [Μουρντάνια]: ονομασία γένους τροπικών ποωδών φυτών που ανήκουν στην οικογένεια Κομμελινοειδή της τάξης Κομμελινώδη (Commelinales), με 60 (επί του παρόντος) καταγεγραμμένα είδη[10]. Ετυμολογία: η ονομασία του γένους δόθηκε από τον Royle (1840), με βάση την Aneilema scapiflorum. Το γένος πήρε το όνομά του από τον Μουρντάν Αλί, φύλακα βοτάνων στο Βοτανικό Κήπο του Σαχαρανπούρ της Ινδίας, ο οποίος συγκέντρωσε πολλά από τα φυτά που περιγράφονται στο έργο του Royle[11]. Βλέπε και Murdannia loriformis 'Bright Star'.

muscosus, muscosa [βρυώδης -ο, -η]: ονομασία είδους φυτού. Ετυμολογία: <λατιν. muscōsus (βρυώδης) για την ομοιότητα των φυτών με βρύα, λόγω των μικροσκοπικών φύλλων τους>. Βλέπε και Crassula muscosa f. variegata.

muscosum [βρυώδες, το]: ονομασία είδους φυτού. Ετυμολογία: <λατιν. muscōsus (βρυώδης) για την ομοιότητα των φυτών με βρύα, λόγω των μικροσκοπικών φύλλων τους>.

muticus, mutica, muticum [περικομμένος, -ο, -η, το]: ετυμολογία <λατιν. mŭtĭcus (ακρωτηριασμένος, περικομμένος)>.


__________
Παραπομπές

1. Etymological Dictionary of Succulent Plant Names - Urs Eggli, Leonard E. Newton
2. Jason Hollinger: Plant Latin Dictionary
3. LatDict: marmoratus, marmorata, marmoratum
4. Online Latin Dictionary: marmŏrātus
5. wikipedia: Mesembryanthemum
6. wiktionary: monstrose
7. el.glosbe.com: monstrosus
8. Prick: Cacti and Succulents: Choosing, Styling, Caring - Gynelle Leon
9. Pennsylvanian-Permian Fusilinaceans of the Big Hatchet Mountains, New Mexico: Bulletin 38: multicava
10. POWO: γένος Murdannia
11. researchgate: Revision of the genus Murdannia (Commelinaceae) in India
12. POWO: γένος Monstera
13. merriam-webster: monstera
14. POWO: γένος Maranta
15. Oxford Dictionaries: maranta
16. Επιθήματα - Βοτανική Λατινική
17. POWO: γένος Maihuenia
18. The Last Cactus Classification
19. Online Latin Dictionary: mundŭlus
20. LSJ: mundŭlus
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου