⚠️ σε αυτό το ιστολόγιο διαβάζεις ξεκούραστα, δίχως παράθυρα να πετάγονται αριστερά/δεξιά, ⛔δίχως διαφημίσεις.
Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να διαβάσεις αυτό το μήνυμα.

Βοτανική Ορολογία :: Letter A

Letter A, a


abaxial, adaxial, πλευρά φύλλου
Η abaxial και η adaxial πλευρά του φύλλου

Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου


Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.

ενημέρωση: 11 Απριλίου 2020

abaxial: η κάτω επιφάνεια ενός φύλλου. Τα περισσότερα φύλλα έχουν διακριτή ανώτερη επιφάνεια (adaxial) και κατώτερη επιφάνεια (abaxial) που ενίοτε διαφέρει στο χρώμα, στο πόσο τριχωτή είναι, στον αριθμό των στομάτων, στη δομή και σε άλλα χαρακτηριστικά[1]. Ετυμολογία: <λατιν. επίθημα ab- (μακριά από-) + axial (κεντρικός άξονας → κεντρικό στέλεχος)>. Βλέπε και adaxial.

acaulescent, acaulus: άκαυλος
accessory fruit: ψευδοκάρπιο

adaxial: η άνω επιφάνεια ενός φύλλου. Τα περισσότερα φύλλα έχουν διακριτή ανώτερη επιφάνεια (adaxial) και κατώτερη επιφάνεια (abaxial) που ενίοτε διαφέρει στο χρώμα, στο πόσο τριχωτή είναι, στον αριθμό των στομάτων, στη δομή και σε άλλα χαρακτηριστικά[1]. Ετυμολογία: <λατιν. επίθημα ad- (προς το· πλησιάζω προς-) + axial (κεντρικός άξονας → κεντρικό στέλεχος)>. Βλέπε και abaxial.

adventitious (roots/buds/shoots): τυχαίος

aerial roots: εναέριες ρίζες

Aechmea [Αιχμή]: ονομασία γένους τροπικών φυτών στην οικογένεια Βρομελιοειδή (Bromeliaceae) με 253 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[19].

Aeonium [Αιώνιο]: ονομασία γένους τροπικών φυτών στην οικογένεια Κρασσουλοειδή με 43 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[20].

Aeschynanthus [Αισχύνανθος]: ονομασία γένους φυτών. Ετυμολογία: <αρχαία ελλην. αισχύνη + άνθος>[2]. Για τα κόκκινα άνθη και το σχήμα τους που φανερώνουν ντροπή. Βλέπε και Aeschynanthus radicans [Αισχύνανθος ο ριζοβόλος].

aff., affin.: σχετιζόμενο είδος

Agave [Αγαύη]: ονομασία γένους παχύφυτων στην οικογένεια Ασπαραγοειδή με 268 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[22]. Ετυμολογία <αρχ. ελλην. Ἀγαυός (ένδοξος, επιφανής). Έχουμε επίσης το όνομα Αγαύη που ήταν η κόρη του βασιλιά των Θηβών Κάδμου και της Αρμονίας.

agavoides [αγαυοειδής]: λόγω της ομοιότητάς του με τα φυτά Αγαύη. Ετυμολογία <agave (αγαύη) + διαγλωσσικό επίθημα -oides (-ειδής, που μοιάζει)>. Βλέπε και Echeveria agavoides 'Bordeaux'.

Aglaonema [Αγλαόνημα]: εσφαλμένα αγλαόνεμα. Από την αρχαία ελληνική λέξη ἀγλαός: λαμπρός, φωτεινός + νεολατινική nema. Το Αγλαόνημα είναι ένα γένος Ινδο-Μαλαισιανών αναρριχητικών ποωδών φυτών της οικογένειας των Άρων (Arum [βλέπε το εν λόγω λήμμα πιο κάτω]) που έχει παχιά σαρκώδη επιμήκη φύλλα και γυμνά άνισα άνθη σε έναν σπάδικα κοντύτερο από την σπάθη[3, 4]. Βλέπε και Aglaonema 'Crete'.

Aizoaceae: Αειζοειδή
airplantαερόφυτο

alba, albus [λευκή, λευκός]: αναφέρεται στα φυτά με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά του λευκού χρώματος στο φύλλωμα ή σε μέρος του φυλλώματος τους. Ετυμολογία: <λατιν. albus (λευκός· φωτεινός· διαυγής· ανοιχτόχρωμος, μεταξύ άλλων)[5]>. Βλέπε και Haworthiopsis fasciata 'Alba'.

albomarginata, albo-marginata [λευκοκρασπεδωτή, -ή]: ετυμολογία: <λατιν. albo (για κάτι που γίνεται λευκό) + λατιν. marginata (αναφέρεται στο περίγραμμα)>. Η ονομασία albomarginata αναφέρεται στο λευκό περίγραμμα στα φύλλα των ποικιλόχρωμων φυτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Hoya carnosa 'Krimson Queen'. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε στη σελίδα: Πανασέ φύλλωμα - Ποικιλοχρωμία, Πολυχρωμία - Variegation στα φυτά.
albomarginatus [λευκοκρασπεδωτός, ο]
albomarginatum [λευκοκρασπεδωτό, το]

albomediovariegata, albo-mediovariegata [λευκομεσοπανασέ, -ή]: ετυμολογία: <λατιν. albo (για κάτι που γίνεται λευκό) + λατιν. mĕdĭus (στο κέντρο) + variegatus (από vărĭĕgo: ποικιλόχρωμο, πανασέ)>. Η ονομασία albomediovariegata περιγράφει τη λευκή απόχρωση στο κέντρο των φύλλων στα ποικιλόχρωμα φυτά. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε στη σελίδα: Πανασέ φύλλωμα - Ποικιλοχρωμία, Πολυχρωμία - Variegation στα φυτά.
albomediovariegatus [λευκομεσοπανασέ, -ο]
albomediovariegatum [λευκομεσοπανασέ, -το]

Alocasia [Αλοκασία, Αλοκάσια]: ονομασία γένους φυλλοφόρων τροπικών φυτών με 83 καταγεγραμμένα (επί του παρόντος) είδη[6]. Ετυμολογία: νεολατινικός όρος, τροποποίηση του Colocasia[7] (βλέπε το εν λόγω λήμμα πιο κάτω). Βλέπε και Alocasia 'Silver Dragon'.

Aloe [Αλόη]: ονομασία γένους παχύφυτων στην οικογένεια Ασφοδελοειδή με 572 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[2]. Ετυμολογία <αρχ. ελλην. ἀλόη· εβραϊκή: אֲהָלִים‎· σανσκριτική: कालागुरु. Πιο γνωστή είναι το φυτό Aloe vera (Αλόη η γνήσια). Βλέπε και: Aloe 'Oik'Aloe 'Pink Blush'.

Alstroemeria [Αλστρουμέρια, Αλστρομέρια]: ονομασία γένους ανθοφόρων φυτών στην οικογένεια Αλστρουμεριοειδή με 126 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[23]. Ετυμολογία <για τον Σουηδό φυσιοδίφη Βαρόνο Κλας Αλστρούμερ (Clas Alströmer, 9 Αυγούστου 1736 – 5 Μαρτίου 1794, εκφώνηση: ), ο οποίος μαθήτευσε στον Κάρολο Λινναίο στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα.

Alstroemeriaceae [Αλστρουμεριοειδή]: οικογένεια ανθοφόρων φυτών με 4 - επί του παρόντος καταγεγραμμένα γένη[24].

Alworthia [Αλγόρθια]: ονομασία διαγενικού υβρίδιου ανάμεσα στα γένη Aloe x Haworthia. Τα υβρίδια που προέρχονται από διασταύρωση μεταξύ δύο διαφορετικών γενών (όπως Aloe με HaworthiaAlworthia) ξεκινούν με ένα κεφαλαίο λατινικό γράμμα «X». Τα υβρίδια μεταξύ δύο διαφορετικών ειδών του ίδιου γένους (βλέπε: ενδοειδικό) έχουν ένα μικρό λατινικό γράμμα "x" μεταξύ του ονόματος γένους και του ονόματος του είδους. Βλέπε και: X Alworthia 'Black Gem'.

amaniense, amaniensis [αμανιένσε, αμανιένσις]: ονομασία είδους φυτών. Ετυμολογία: <για την εμφάνιση στο Αμάνι, στην περιοχή Ουσαμπάρα (Usambara), στην Τανζανία[2]. Βλέπε και Chlorophytum filipendulum subsp. amaniense.

amazonica [αμαζόνειος, η]: επιθετικός προσδιορισμός που αναφέρεται στην γεωγραφική κατανομή του είδους[8]. Βλέπε και Pseudorhipsalis amazonica.

ambiguous synonym: διφορούμενο συνώνυμο.

Anacampseros [Ανακάμψερος] [9]: ονομασία γένους φυτών. Ετυμολογία: <ελλην.  ανακάμπτειν + έρως>. Από τις φερόμενες αφροδισιακές ιδιότητες του φυτού εκ των οποίων το όνομα αρχικά δόθηκε από τον Πλίνιο και τον Πλούταρχο, που τώρα θεωρείται ότι ήταν Σέδο. Εναλλακτικά, από το <ανακάμπτω + έρως>, (ικανός να...) και σχετικά με την ακούσια ωρίμανση ορισμένων καρπών σε ορισμένες ταξινομικές βαθμίδες[2]. Βλέπε και: Anacampseros retusa.

Anacampserotaceae: Ανακαμψεροειδή

angel wing (begonia) [μπιγκόνια με φτερά αγγέλου, μπιγκόνια με αγγελικά φτερά]: ο όρος αναφέρεται στο σχήμα και διάταξη των φύλλων στις cane-stemmed μπιγκόνιες. Τα φύλλα είναι μακριά, συνήθως με πριονωτά άκρα και έτσι όπως βρίσκονται κρεμαστά το ένα απέναντι από το άλλο, θυμίζουν φτερά αγγέλου.

annual: μονογενές (φυτό)

anguliger [γωνιώδης]: με γωνίες ή ακμές. Ετυμολογία: <λατιν. anguliger (γωνιώδης· με ακμές), αγγλ. angular>[10]. Βλέπε και Disocactus anguliger.

anthonyanus [αντωνιάνους]: ονομασία είδους του γένους Selenicereus που δόθηκε από τον Δρ. Harold E. Anthony ο οποίος πρώτος είδε ανθοφορία από το συγκεκριμένο είδος[11]. Βλέπε και Selenicereus anthonyanus.

Apocynaceae: Αποκυνοειδή
Araceae: Αροειδή

arborescens [δενδρώδης -ο, -η, δενδρώδες -το]: ετυμολογία <λατιν. arbŏresco (για φυτό που αναπτύσσεται ως δέντρο· γίνεται δέντρο)>. Παράδειγμα: Aloe arborescens subsp. arborescens.

areole: αρεόλη

arenaria, arenarius, arenarium [αμμώδης, η, ο, το]: ονομασία γένους παχύφυτων. Ετυμολογία: <λατιν. arenaria (σκάμμα με άμμο· αμμοδόχος)>. Αναφέρεται στον αμμώδη βιότοπο που απαντά το συγκεκριμένο είδος[2, 12]. Βλέπε και Ceropegia arenaria.

argenteo-marginata, argenteomarginata [αργυροκρασπεδωτή, -η]: ετυμολογία: <λατιν. argentĕus: (ασημένιο [χρώμα]) + λατιν. marginata (αναφέρεται στο περίγραμμα)>. Η ονομασία argenteomarginata αναφέρεται στο ασημένιο περίγραμμα στα φύλλα των ποικιλόχρωμων φυτών. Παράδειγμα: Cornus alba 'Argenteomarginata'. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε στη σελίδα: Πανασέ φύλλωμα - Ποικιλοχρωμία, Πολυχρωμία - Variegation στα φυτά.
argenteomarginatus [αργυροκρασπεδωτός, -ο]
argenteomarginatum [αργυροκρασπεδωτό, -το]

argenteo-variegata, argenteovariegata [αργυροπανασέ, -η]: ετυμολογία: <λατιν. argentĕus: (ασημένιο [χρώμα]) + λατιν. variegatus (από vărĭĕgo: ποικιλόχρωμο, πανασέ)>. Η ονομασία argenteovariegata αναφέρεται στην ασημένια απόχρωση στα φύλλα των ποικιλόχρωμων φυτών. Παράδειγμα: Rhamnus alaternus 'Argenteovariegata''. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε στη σελίδα: Πανασέ φύλλωμα - Ποικιλοχρωμία, Πολυχρωμία - Variegation στα φυτά.
argenteovariegatus [αργυροπανασέ, ο]
argenteovariegatum [αργυροπανασέ, το]

arrested growth: αδράνεια

arifolius, arifolia, arifolium [αρόφυλλος, αρόφυλλη, αρόφυλλο]: ετυμολογία <arum (άρο, από την αρχαία ελληνική λέξη ἄρον (Κλιτικό Αρχαίας), Αρχική - Ριζική: αίρω < αρχ. αἴρω | ἀείρω, ιων. τ. «σηκώνω»>[13, 14]. + λατιν. fŏlĭum (φύλλο)>. Παράδειγμα: Hemionitis arifolia.

arrowroot family [οικογένεια αραρούτι]: ανεπίσημη ονομασία που δίδεται ως συνώνυμο για τα φυτά στην οικογένεια των Μαραντοειδών (Marantaceae). Η ονομασία προέρχεται επειδή τα φυτά αυτά παρέχουν το αραρούτι, ένα άμυλο που λαμβάνεται από τα ριζώματα (υποκείμενα) σε διάφορα τροπικά φυτά, πολλά από αυτά στην οικογένεια των Μαραντοειδών.

articulatus, articulata, articulatum [ξεχωριστός -ο, -η, -το]: ετυμολογία <λατιν. μετοχή παθητικού παρακειμένου του artĭcŭlo (ιδιαίτερο, ξεχωριστό, ευδιάκριτο, διακριτό)>. Βλέπε και Kleinia articulata.

Arum [Άρο]. Εσφαλμένα άρουμ. Από την αρχαία ελληνική λέξη ἄρον (Κλιτικό Αρχαίας), Αρχική - Ριζική: αίρω < αρχ. αἴρω | ἀείρω, ιων. τ. «σηκώνω»[13, 14]. Το Άρο είναι ένα γένος ανθοφόρων φυτών στην οικογένεια των Αροειδών [Araceae], που προέρχεται από την Ευρώπη, τη βόρεια Αφρική και τη δυτική και κεντρική Ασία, με την υψηλότερη ποικιλία ειδών στην περιοχή της Μεσογείου[15].

Asclepiadaceae: Ασκληπιοειδή
Asclepiadoideae: Ασκληπιαδοειδή

Asclepias [Ασκληπιάς, Ασκληπιάδα]: γένος ποωδών, πολυετών, ανθοφόρων φυτών που είναι γνωστά ως γαλατσίδες (milkweeds). Αν και στον ελληνικό χώρο με τον όρο γαλατσίδα αναφερόμαστε κυρίως στα Ευφορβιοειδή που ανήκουν στα milkweeds. Ανήκουν στην οικογένεια των Αποκυνοειδών και το γένος αποτελείται από 203 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[21]. Ετυμολογία <αρχ. ελλην. Άσκληπιός, ο θεός της ιατρικής στην ελληνική μυθολογία>.

Asteraceae: Αστεροειδή
attapulgite: ατταπουλγίτης

aurantiacus, aurantiaca, aurantiacum [πορτοκαλόχρους, υποπορτοκαλί]: που έχει πορτοκαλί χρώμα[2, 16]. Βλέπε και: Gynura aurantiaca.

aurea marginata, aureo-marginata, aureomarginata [χρυσοκρασπεδωτή, -η]: ετυμολογία: <λατιν. aurĕus: (χρυσαφί [βλέπε ακριβώς από κάτω τον όρο]) + λατιν. marginata (αναφέρεται στο περίγραμμα)>. Η ονομασία aureomarginata αναφέρεται στο κίτρινο περίγραμμα στα φύλλα των ποικιλόχρωμων φυτών. Παραδείγματα: Daphne odora 'Aureomarginata', Euonymus japonicus 'Aureo-Marginata', Fritillaria imperialis 'Aureomarginata', Hosta fortunei ‘Aureomarginata', Ilex aquifolium 'Aurea Marginata', Sambucus nigra 'Aureomarginata'. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε στη σελίδα: Πανασέ φύλλωμα - Ποικιλοχρωμία, Πολυχρωμία - Variegation στα φυτά.

aurea mediovariegata, aureo-mediovariegata, aureomediovariegata [χρυσομεσοπανασέ, -ή]: ετυμολογία: <λατιν. aurĕus (χρυσαφί [χρώμα]) + λατιν. mĕdĭus (στο κέντρο) + variegatus (vărĭĕgo: ποικιλόχρωμο, πανασέ)>. Η ονομασία aureomediovariegata περιγράφει τη χρυσαφή απόχρωση στο κέντρο των φύλλων στα ποικιλόχρωμα φυτά. Παράδειγμα: Ceropegia stenantha f. aureomediovariegata. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε στη σελίδα: Πανασέ φύλλωμα - Ποικιλοχρωμία, Πολυχρωμία - Variegation στα φυτά.
aureomediovariegatus [χρυσομεσοπανασέ, ο]
aureomediovariegatum [χρυσομεσοπανασέ, το]

aureus, aureua, aureum [χρυσός -ή -ό]: χρυσό χρώμα· κίτρινο· χρυσοκίτρινο. (1) για το χρώμα στα αγκάθια και τα λουλούδια (Coleocephalocereus aureus)· (2) για το χρώμα του άνθους (Aeonium aureum, Corryocactus aureus, Echinopsis aurea, Lampranthus aureus, Opuntia aurea, Quaqua aurea, Trichodiadema aurea)· (3) για το χρυσοκίτρινο χρώμα στα φύλλα (Agave aurea, Epipremnum aureum)[2].

Austrocylindropuntia [Αουστροκυλινδροπούντια]: εναλλακτικά προφέρεται και Αουστροτσυλιντροπούντια στα Λατινικά της Καθολικής Εκκλησίας, τα οποία διαφέρουν από την Κλασσική Λατινική. Γένος κάκτων (οικογένεια Κακτοειδή) με 7 (επί του παρόντος) αναγνωρισμένα είδη[17], τα οποία συμπεριλήφθηκαν στο γένος Opuntia και είναι ιθαγενή στη Νότια Αμερική[18]. Έχουν κυλινδρικό σχήμα στελέχους – εξ ου και η ονομασία 'κυλινδρικές Οπούντια' – καθώς και κονδυλώδες ριζικό σύστημα. Ενώ κάποια από αυτά έχουν επίσης και κυλινδρικά φύλλα[18]. Ετυμολογία: <λατιν. austĕr (νότιος, νοτιότερος) + ελλην. κύλινδρος, κυλινδρικό σχήμα + opuntia (Οπουντία: ονομασία γένους παχύφυτων και κάκτων· για το κυλινδρικό σχήμα των στελεχών των φυτών)>[2].

autonym: αυτώνυμο
awns: σμήριγγες
axil: μασχάλη φύλλου
axillary bud: οφθαλμός


__________
Παραπομπές

1. wikipedia: leaf
2. POWO: γένος Aloe
3. merriam-webster: Aglaonema
4. βικιλεξικό: αγλαός
5. online latin dictionary: albus
6. kew: γένος Alocasia
7. merriam-webster: Alocasia
8. Pheidole in the New World: A Dominant, Hyperdiverse Ant Genus, Volume 1
9. Εικονογραφημένον Βοτανικόν - Φυτολογικόν Λεξικόν: Τόμος Z΄
10. A Popular Dictionary of Botanical Names and Terms; with their English Equivalents - George Frederick Shimmer
11. Nigel P. Taylor, Daniela C. Zappi “Cacti of Eastern Brazil” Royal Botanic Gardens, Kew, 2004
12. Lexicon Latino-Graecum scriptum et editum ab Henrico Nicolao Ulrichs, σελ. 66
13. βικιλεξικό: αροΐδα
14. lexigram.gr: ἄρον
15. wikipedia: Arum
16. LatDict: aurantiacus
17. kew: γένος Austrocylindropuntia
18. desert-tropicals.com: Austrocylindropuntia
19. POWO: γένος Aechmea
20. POWO: γένος Aeonium
21. POWO: γένος Asclepias
22. POWO: γένος Agave
23. POWO: γένος Alstroemeria
24. POWO: οικογένεια Alstroemeriaceae
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου