Letter B, b
Pilea cadierei: βλέπουμε τις χαρακτηριστικές πανασέ φουσκάλες στα φύλλα του φυτού |
Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου
Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.
ενημέρωση: 18 Ιανουαρίου 2020
baccifera [καρποφόρος, η]: ετυμολογία: <λατιν. bāca (μούρο· φρούτο· καρπός)[1] + fĕror (παράγει)[1, 2]>. Συνεπώς αναφέρεται σε φυτό που παράγει καρπό. Βλέπε και Rhipsalis baccifera subsp. horrida.
bangroana [μπανγκροάνα]: από την ονομασία του αντίστοιχου ποταμού Bagru στη Σιέρα Λεόνε, όπου φύεται. Βλέπε και Peperomia bangroana.
Barberton [Μπάρμπερτον]: ονομασία ποικιλίας της Gasteria batesiana 'Barberton'. Ετυμολογία: από την ομώνυμη πόλη στην επαρχία Μπουμαλάνγκα, Νότια Αφρική.
bare root, bare-root: γυμνόριζο (μόσχευμα).
basionym: βασιώνυμο
batesiana, batesianus [μπεϊτεσιάνα, μπεϊτεσιάνους]: ονομασία είδους φυτών (Gasteria batesiana, Haworthia marumiana var. batesiana). Ετυμολογία: για τον Τζον Τ. Μπέιτς (John T. Bates, 1884 - 1966). Βρετανός εισπράκτορας σε τρόλεϊ στο Λονδίνο και λάτρης παχύφυτων που συνεργάστηκε με τον Nicholas Edward Brown και άλλους[3].
beddomei [μπεντομέι]: η ονομασία είδους δόθηκε για τον Βρετανό στρατιωτικό αξιωματικό και φυσιοδίφη Ρίτσαρντ Χένρι Μπέντομ (Richard Henry Beddome, 11 Μαΐου 1830 – 23 Φεβρουαρίου 1911, προφορά: ) στην Ινδία, ο οποίος έγινε επικεφαλής συντηρητής του Τμήματος Δασών του Μαντράς[13]. Βλέπε και Cyanotis beddomei.
Begonia [Μπιγκόνια]: γνωστή και ως Βιγόνια, Βιγκόνια. Γένος πολυετών ανθοφόρων φυτών στην οικογένεια Μπιγκονιοειδή (Begoniaceae), με 1831 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[15]. Οι μπιγκόνιες είναι αξιοσημείωτες για την ανθοφορία τους, αλλά υπάρχουν και οι μπιγκόνιες που καλλιεργούνται ειδικά λόγω των πανέμορφων φύλλων τους. Αυτές ονομάζονται leaf begonias στα αγγλικά (φυλλο-μπιγκόνιες, φυλλοφόρες μπιγκόνιες, μπιγκόνιες με ιδιαίτερο φύλλωμα). Αυτές οι φυλλο-μπιγκόνιες, στην άγρια μορφή τους, βρίσκονται σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές στη Νότια Αμερική και την Ασία. Η διακοσμητική αξία αυτών των ειδών φυλλοφόρων μπιγκόνια βρίσκεται στα φύλλα τους, τα λουλούδια είναι στην περίπτωση αυτή δευτερεύοντα. Βλέπε και Begonia rex 'Salsa'.
Begoniaceae: Μπιγκονιοειδή
Berberidaceae: Βερβεριδοειδή
Binomial nomenclature: Διωνυμική ονοματολογία
bivalve, bivalvar, two-valved [δίλοβο]: που φέρει δυο λοβούς. Ετυμολογία: <πρόθεμα bi- από λατιν. bĭs (διπλό, δυο φορές) + λατιν. valva ([συνήθως στον πληθ.] διπλή ή πτυσσόμενη πόρτα)[8, 9]>. Βλέπε και: trivalve.
blister variegation [πανασέ φουσκάλα, ποικιλοχρωμία φουσκάλα]: αναφέρεται στην ανακλαστική ποικιλοχρωμία (πολυχρωμία: πανασέ φύλλωμα) που εμφανίζεται στο φύλλωμα ορισμένων φυτών και στην πραγματικότητα είναι ένα οπτικό φαινόμενο. Στην πανασέ φουσκάλα η ανάκλαση του φωτός επάνω στα εξογκώματα (φουσκάλες) του φύλλου προκαλεί αυτού του είδους την ποικιλοχρωμία. Παράδειγμα: Pilea cadierei. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε στη σελίδα: Πανασέ φύλλωμα - Ποικιλοχρωμία, Πολυχρωμία - Variegation στα φυτά.
blossfeldiana [μπλοσφελντιάνα]: η ονομασία είδους δόθηκε για τον τον Γερμανό υβριδιστή και βοτανολόγο Robert Blossfeld, ο οποίος για πρώτη φορά εισήγαγε το φυτό στον υπόλοιπο κόσμο το 1932. Βλέπε και Kalanchoe blossfeldiana 'Magic Bells'.
bluff: συστάδα
botanical garden: βοτανικός κήπος
Boucerosia [Βουκερόσια]: ονομασία γένους βλαστοπαχύφυτων με εφτά (επί του παρόντος) αποδεκτά είδη[4]. Ετυμολογία: <ελλην. βούκερος (βους + κέρας): που φέρει κέρατα σαν του βοδιού[5, 6]. Στη βοτανική ορολογία αναφέρεται στα εξογκώματα του στελέχους>. Βλέπε και Boucerosia crenulata.
Brachystelma [Βραχύστεφος, η]: ετυμολογία <ελλην. βραχύ (κοντό) + στέλμα (στέφος, στέμμα)[#]>. Βλέπε και Brachystelma remotum.
bract: βράκτιο
bracteatus, bracteata, bracteatum [εμβράκτειος -ο, -η, -το]: ετυμολογία <λατιν. bractĕa (βράκτιο) + επίθημα -atus (που φέρει βράκτια)>. Παράδειγμα: Murdannia bracteata.
Braunsia [Μπραουνσία]: ονομασία γένους φυτών στην οικογένεια των Αειζωοειδών, με 7 καταγεγραμμένα - επί του παρόντος - είδη[7]. Η ονομασία δόθηκε για τον Δρ. Χανς Μπράουνς (Dr. Hans H. J. C. Brauns, 1857 - 1929), Γερμανό ιατρό και εντομολόγο στην πόλη Γουίλοουμορ, στη Δημοκρατία της Ν. Αφρικής[3]. Βλέπε και Braunsia maximiliani.
bristles: τρίχες
Bromelia [Βρομέλια]: [1] ονομασία γένους μονοκοτυλήδονων ανθοφόρων φυτών, με 70 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[21].
Bromeliaceae: βλ. Βρομελιοειδή
Bromeliads: βλ. βρομέλιες
Bromeliales: βλ. Βρομελιώδη
Browningia [Μπραουνίνγκια]: ονομασία γένους κάκτων στην οικογένεια Κακτοειδή με 10 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[16]. Ετυμολογία <πήρε την ονομασία του προς τιμήν του βοτανολόγου W. E. Browning, διευθυντή του Instituto de Inglés της Χιλής[17].
Browningieae [Μπραουνινγκιέες]: φυλή στην οικογένεια Κακτοειδή. Ετυμολογία και ανάλυση μεταγραφής στα ελληνικά βάσει του πίνακα μεταγραφής: Browningia+eae → Μπραουνίνγκια+έες → Μπραουνινγκιέες.
Brunfelsia [Μπρουνφελσία]: εσφ.
brunfelsamidine [μπρουνφελσιαμιδίνη]: η μπρουνφελσαμιδίνη είναι ένα δηλητηριώδες φυτικό παράγωγο που βρίσκεται σε πολλά φυτά στο γένος Brunfelsia. Η δηλητηρίαση από μπρουνφελσαμιδίνη έχει σπασμωδική και νευροτοξική επίδραση[19]. Τα συμπτώματα δηλητηρίασης στα ζώα μοιάζουν με αυτά της δηλητηρίασης από στρυχνίνη και μπορούν να διαρκέσουν από λίγες ώρες έως μερικές μέρες[20].
bud: μπουμπούκι, οφθαλμός
Buddleia: εναλλακτική ονομασία του Buddleja.
Buddleja [Μπαντλέια]: εσφαλμ.
bufadienolide: μπουφαδιενολίδη.
bulb: βολβός
bulbil: (πληθυντ. bulbils): (1) βολβίσκος, βολβίδιο: μικρός βολβός (2) φυτάρια που αναπτύσσονται στο άκρο των βλαστών ορισμένων παχύφυτων[3]. Βλέπε και: Kalanchoe delagoensis, Kalanchoe daigremontiana, Kalanchoe laetivirens, Kalanchoe 'Pink Butterflies'.
bulblet: βλέπε bulbil (2) πιο πάνω
bulbous plant: βολβοειδές φυτό
burrito [μπουρίτο]. Από το Ισπανικό "burro"= γάιδαρος. Το φυτό ονομάζεται τοπικά "cola de burro"= ουρά γαϊδουριού, για τους κρεμασμένους πυκνόφυτους μίσχους. Βλέπε και Sedum burrito.
__________
Παραπομπές
1. Online Latin Dictionary: bāca
2. Prick: Cacti and Succulents: Choosing, Styling, Caring - Gynelle Leon
3. Etymological Dictionary of Succulent Plant Names by Urs Eggli, Leonard E. Newton
4. POWO: γένος Boucerosia
5. Sweet's Hortus Britannicus - Robert Sweet, σελίδα 466
6. A New and Complete Greek Gradus - Edward Maltby, σελίδα 142
7. POWO: γένος Braunsia
8. Online Latin Dictionary: bis
9. Online Latin Dictionary: valva
10. POWO: γένος Buddleja
11. wiktionary: Buddleja/etymology
12. wikipedia: Adam Buddle
13. Beolens, Bo; Watkins, Michael; Grayson, Michael (2011). The Eponym Dictionary of Reptiles. Baltimore: Johns Hopkins University Press. xiii + 296 pp. ISBN 978-1-4214-0135-5. (Ophisops beddomei, σελ. 21).
14. Henry G. Liddell, Robert Scott - Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης - 7ος τόμος
15. POWO: γένος Begonia
16. POWO: γένος Browningia
17. CRC World Dictionary of Plant Names - Umberto Quattrocchi
18. POWO: γένος Brunfelsia
19. Lloyd HA; et al. (1985). "Brunfelsamidine: a novel convulsant from the medicinal plant Brunfelsia grandiflora.
20. Bonagura JD, Twedt DC. Kirk's Current Veterinary Therapy XIV.
21. POWO: γένος Bromelia
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου