Letter O, o
Aloe 'Oik', με ένα παράφυτο. |
Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου
Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.
ενημέρωση: 7 Νοεμβρίου 2019
obesus, obesa, obesum [εύσαρκος, εύσαρκη, εύσαρκο]: για τον όγκο του κύριου σώματος του φυτού. Ετυμολογία: <λατιν. ŏbēsus (εύσαρκος, παχύσαρκος, στρουμπουλός, παχουλός)[7]>. Βλέπε και Euphorbia obesa.
obtusifolia, obtusifolium [αμβλύφυλλη, αμβλύφυλλο]: για τα φύλλα με στρογγυλεμένη ή αμβλεία αιχμή. Ετυμολογία: <λατιν. obtūsus (αμβλύς) + λατιν. fŏlĭum (φύλλο)>[1]. Βλέπε και Peperomia obtusifolia.
odoratus/odorata/odoratum [εύοσμος, -η, -ο]: εύοσμος, που μυρίζει ευχάριστα, που έχει γλυκό άρωμα. Παραδείγματα: Ceropegia odorata, Hereroa spp., Stathmostelma spp.[2].
officinalis [φαρμακευτικός]: ετυμολογία <λατινοποιημένος όρος από λατιν. officīna (παρασκευάζω) + κατάληξη -ālis : στην ουσία σημαίνει φαρμακευτικός και αναφέρεται σε φυτά που έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες[8]>.
offset/offshoot: βλ. παράφυτο. Βλέπε και το άρθρο: Στέλεχος φυτού: χαρακτηριστικά και διαφορετικοί τύποι.
Oik: επιθετικός προσδιορισμός είδους. Η λέξη "oik", στην πιο ήπια υποδήλωσή της, σημαίνει «σαματατζίδικο παιδί» στην βρετανική αργκό. Βλέπε: Aloe 'Oik'.
opacus/opaca/opacum [-ο, -η, -το]: ετυμολογία: <λατιν. ŏpācus (1) σκοτεινός, σκιώδης (2) αδιαφανής> [3, 4]. Βλέπε και Philodendron opacum.
Opuntia [Οπουντία]: γένος κάκτων που περιλαμβάνει 123 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[5]. Ετυμολογία: <αρχές 17ου αιώνα, λατιν. Opus>. Ονομασία που δόθηκε στα συγκεκριμένα φυτά που αναπτύσσονταν γύρω από την αρχαία πόλη Ὀποῦς (Οπούντα), στην ανατολική Λοκρίδα στην αρχαία Ελλάδα. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αργότερα ως όνομα γένους[6].
Opuntioideae: βλ. Οπουντιοΐδες.
orba, orbatum [ορφανή, ορφανό]: ορφανή, -ό, αδέσποτη, -ο. Ετυμολογία: λατιν. orba. Επειδή δεν ήταν γνωστή η περιοχή προέλευσης κατά τη στιγμή της περιγραφής του είδους[2]. Βλέπε και Peperomia orba, Sedum orbatum.
Orbea [Κυκλία]: ονομασία γένους παχύφυτων. Ετυμολογία: <από το λατινικό orbis (κύκλος), για το παχύ τμήμα (δακτύλιος) της στεφάνης που περιβάλλει το κέντρο των λουλουδιών[2]>. Βλέπε και: Orbea dummeri, Orbea lutea, Orbea variegata.
Orbeopsis [Κυκλιόψις]: αναφέρεται σε ένα μικρό γένος βλαστοπαχύφυτων που μοιάζουν με τις Orbea. Ετυμολογία: <orbea: κυκλία + opsis: όψις>. Βλέπε και: Orbea lutea.
orbicularis [κυκλικός]: για το σχήμα του φύλλου μερικών ειδών. Ετυμολογία: λατιν. orbicularis (κυκλικός)[2]. Βλέπε και Crassula orbicularis var. rosularis.
Orchid: βλ. Ορχιδέα
Orchidaceae: βλ. Ορχιδοειδή
organic fertilizer: βλ. οργανικό λίπασμα.
ovata, ovatus, ovatum [ωοειδής (η), (ο), ωοειδές (το)]: αναφέρεται συνήθως στο οβάλ (ωοειδές) σχήμα των φύλλων. Ετυμολογία: <λατιν.: ōvātus (ωοειδής, ο)>. Βλέπε και Crassula ovata 'Gollum', Crassula ovata 'Hummel's Sunset', Crassula ovata 'Minima'.
__________
Παραπομπές
1. Online Latin Dictionary: obtusus και folium.
2. Etymological Dictionary of Succulent Plant Names - Urs Eggli, Leonard E. Newton
3. LatDict: rubra
4. Online Latin Dictionary: opacus
5. POWO: γένος Opuntia
6. Oxford Dictionaries: Opuntia
7. Online Latin Dictionary: obesus
8. wiktionary: officinalis
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου