⚠️ σε αυτό το ιστολόγιο διαβάζεις ξεκούραστα, δίχως παράθυρα να πετάγονται αριστερά/δεξιά, ⛔δίχως διαφημίσεις.
Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να διαβάσεις αυτό το μήνυμα.

Βοτανική Ορολογία :: Letter C

Letter C, c


carrion flower, θνησιμαίο λουλούδι, ψοφίμι, ψόφιο, κρέας σε αποσύνθεση
carrion flower [θνησιμαίο λουλούδι]: ονομασία που δίνεται σε όσα Σταπελιοειδή των οποίων τα άνθη αναδύουν αυτή τη χαρακτηριστική μυρωδιά που θυμίζει κρέας σε αποσύνθεση. Ως φυτά εσωτερικού χώρου ωστόσο, η μυρωδιά σπάνια θα γίνει αισθητή σε απόσταση πέρα από μερικά εκατοστά.. Όλα τα Σταπελιοειδή δεν αναδύουν δυσάρεστη οσμή. Υπάρχουν άλλα που το άρωμά τους θυμίζει μέλι.

Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου


Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.

ενημέρωση: 31 Οκτωβρίου 2021

Cactaceae: βλ. Κακτοειδή
Cacteae: βλ. Κακτέες
Cactoideae: βλ. Κακτοΐδες

Caladium [Καλάδιο, Καλάδιον]: ονομασία γένους φυλλοφόρων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια Αροειδή της τάξης Αλισμώδη, με 17 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη και δεκάδες καλλιεργούμενες ποικιλίες. Ετυμολογία: <νεολατινική ονομασία γένους φυτού που προέρχεται από τη λέξη kěladi στη Μαλαϊκή γλώσσα[1]. Βλέπε και Caladium 'Angel Wings'.

Calathea [Καλαθέα]: ονομασία γένους φυλλοφόρων τροπικών φυτών με 56 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[37]. Πολλά από τα φυτά που ανήκαν στο γένος Calathea έχουν μεταφερθεί στο γένος Goeppertia. Ετυμολογία: <αρχ. ελλην. κάλαθος>. Βλέπε και Calathea majestica.

calcarate/spurred: βλ. πληκτροφόρα
calceolate/saccate: βλ. σακοειδή (άνθη)

Callisia [Καλλισία]: ονομασία γένους τροπικών ποωδών φυτών που ανήκουν στην οικογένεια Κομμελινοειδή της τάξης Κομμελινώδη (Commelinales), με 20 περίπου καταγεγραμμένα είδη. Ετυμολογία: από την αρχαία ελληνική λέξη κάλλος (ομορφιά, χάρη)[2, 3]. Βλέπε και Callisia fragrans, Callisia gentlei var. elegans, Callisia navicularisCallisia 'Rosato'.

callistophylla [καλλιστόφυλλη]: Ετυμολογία: <ελλην. κάλλιστος + ελλην. φύλλα, για τα εξαιρετικά όμορφα φύλλα του φυτού>. Βλέπε και Hoya callistophylla dwarf.

Calymmantheae: βλ. Καλυμμάνθεα.
calyx: βλ. κάλυκας

CAM φωτοσύνθεση: τα φυτά που ακολουθούν τον κύκλο CAM (Crassulacean acid metabolism [Μεταβολισμός των Οξέων των Κρασσουλοειδών]), διατηρούν, κατά τη διάρκεια της νύκτας, τα στόματα ανοικτά, χωρίς να προκληθεί απώλεια ή σπατάλη ποσοτήτων υγρασίας. Κατά τη διάρκεια της νύκτας προσροφάται το Διοξείδιο του Άνθρακα (CO2) και ανάγεται σε μαλικό οξύ. Την επόμενη ημέρα, όταν τα στόματα είναι κλειστά, το μαλικό οξύ διασπάται σε πυρουβικό οξύ και CO2, το οποίο εισέρχεται στον γνωστό κύκλο των Calvin - Benson για την παραγωγή υδατανθράκων. Η ιδιομορφία αυτή των κλειστών κατά τη διάρκεια της ημέρας στομάτων, συντελεί στη μείωση της απώλειας νερού, γεγονός το οποίο αποτελεί προσαρμογή των φυτών στις συνθήκες ξηρού κλίματος όπου αναπτύσσονται, αλλά συγχρόνως επιβραδύνει δραστικά το ρυθμό παραγωγής. Όπως είναι αναμενόμενο, τα CΑΜ φυτά ευδοκιμούν στα θερμά και ξηρά περιβάλλοντα, όπως οι έρημοι[4]. Ένα παράδειγμα φυτού με CAM φωτοσύνθεση είναι η Sansevieria trifasciata.

campanulate: βλ. καμπανουλοειδή

cane-like [με βλαστό που μοιάζει με ζαχαροκάλαμου]: βλ. cane-stemmed

cane-stemmed, cane-like μπιγκόνιες και οι ριζωματώδεις ποικιλίες ρεξ, rex
Οι διαφορές μιας cane-stemmed μπιγκόνιας με τις ριζωματώδεις μπιγκόνιες.

cane-stemmed [με βλαστό που μοιάζει με ζαχαροκάλαμου]: ο όρος cane-stemmed ή cane-like, αναφέρεται κυρίως σε έναν τύπο ανάπτυξης των φυτών Μπιγκόνια, των οποίων τα στελέχη μοιάζουν με αυτά του ζαχαροκάλαμου (μπαμπού), καθώς αναπτύσσονται αρκετά καθ’ ύψος - σε αντίθεση με άλλους τύπους μπιγκόνιας - και τα γόνατα είναι ελαφρώς διογκωμένα. Παραδείγματα με τύπο ανάπτυξης cane-stemmed περιλαμβάνουν τις: Begonia brevirimosa (και υποποικιλίες), Begonia 'Corallina de Lucerna', Begonia maculata, Begonia 'Irene Nuss' κ.α.

cane (cutting): το cane cutting σημαίνει ότι παίρνουμε μόσχευμα βλαστού από το κέντρο ενός στελέχους/βλαστού δίχως φύλλα. Κάποια είδη φυτών τα οποία επιτελούν φωτοσύνθεση και με το στέλεχός τους, όπως είδη από τα βλαστοπαχύφυταCeropegiaStapeliaOrbea κ. α. καθώς και από άλλα φυτά όπως το Κινέζικο Αειθαλές, η Ντιφενμπάχια (Dieffenbachia) κ. α. είναι εφικτό να πολλαπλασιαστούν και κατ΄ αυτό τον τρόπο.

canigueralii [κανιγκεράλιι]: για τον Πατήρ Καθηγητή Χουάν Κανίγκεραλ (Juan Cañigueral) (14 Νοεμβρίου 1912 – 4 Ιουνίου 1980), Ισπανός Ιησουίτης ιερέας και βοτανολόγος[5]. Βλέπε και Rebutia canigueralii f. violacidermis.

canopy [κομοστέγη, δασικός θόλος]: στο δάσος βροχής, τα περισσότερα φυτά και ζώα δεν ζουν στο δασικό τάπητα, αλλά στον κόσμο των φυλλωσιών, γνωστό ως κομοστέγη, ψηλά στον δασικό θόλο. Η κομοστέγη, η οποία μπορεί να βρίσκεται ακόμη και πάνω από 30 μέτρα πάνω από το έδαφος, αποτελείται από τα υπερκείμενα κλαδιά και φύλλα των δέντρων του δάσους βροχής.

caperata [ρυτιδιασμένη]: ονομασία είδους φυτού στο γένος Peperomia. Ετυμολογία: <λατιν. caperro, caperrare, caperravi, caperratus: για κάτι που αποκτά ρυτίδες ή που γίνεται ρυτιδιασμένο>[6]. Βλέπε και: Peperomia caperata ‘Emerald Ripple’, Peperomia caperata ‘Schumi Red’.

capillus, capilla, capillum [τριχοκέφαλος -ο, -η, -το]: ετυμολογία <λατιν. căpillus (τρίχωμα κεφαλής)>.

capitella [κεφαλίδα]: ετυμ. Λατιν. θηλ. μικρό κεφάλι[7]. Βλέπε και Crassula capitella.

capitulum/head: βλ. κεφάλιο (τύπος ταξιανθίας)

capsule [κάψα, κάψουλα, καψάκιο]: στη βοτανική, η κάψα, κάψουλα ή το καψάκιο, είναι ένα είδος απλού αποξηραμένου καρπού, η οποία παράγεται από πολλά είδη ανθοφόρων φυτών[49]. Η κάψουλα είναι μια δομή που αποτελείται από δύο ή περισσότερα καρπόφυλλα.

Caralluma [Καραλούμα]: ονομασία γένους βλαστοπαχύφυτων στην οικογένεια Αποκυνοειδή με 32 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[47]. Ετυμολογία: <αραβ. qahr al-luhum («πληγή στη σάρκα» ή «απόστημα· κύστη», αναφερόμενο στην οσμή των λουλουδιών[48]>. Βλέπε και Caralluma hesperidum.

carnosus/carnosa [σαρκώδης, ο/σαρκώδης, η][8]: Βλέπε και: Hoya carnosa, Hoya carnosa 'Krimson Queen'Hoya carnosa 'Rubra'.

carpel: βλ. καρπόφυλλο
carrion flower: βλ. θνησιμαίο λουλούδι.
catkin/ament: βλ. ίουλος (τύπος ταξιανθίας)

Cattleya [Κατλέια]: εσφαλμ. Κατλέγια. Ονομασία γένους ορχιδέας με 119 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[38]. Ετυμολογία: <για τον Βρετανό έμπορο και φυτοκόμο Γουίλιαμ Κάτλει (William Cattley, 1788 – 8 August 1835)[39, 40]>.

caudex (πληθυντικός caudices εσφαλμένα: caudexes): κωδίκιο, κώδικας, κώδιξ[10]. Η λατινική λέξη caudex (και μετέπειτα επίσης γνωστή ως codex) σημαίνει κορμός δέντρου ή μεγάλο τμήμα ξύλου (που ήταν μέρος του «κώδικα» - βιβλίου)[11, 12, 13, 10]. Τα πρώτα βιβλία στην αρχαιότητα κατασκευαζόταν από το εσωτερικό του φλοιού των δέντρων[14, 15]. Στη βοτανική το caudex αναφέρεται στη διεύρυνση ενός βλαστού, κλαδιού ή ρίζας ενός ξυλώδους φυτού που συνήθως χρησιμεύει για την αποθήκευση νερού[15]. Είναι ένας υπέργειος ξυλώδης κόνδυλος στο επίπεδο του εδάφους, που σχηματίζεται από ένα στέλεχος, μια ρίζα ή και τα δύο. Τα φυτά με caudex χρησιμοποιούν τον εν λόγω υπέργειο ξυλώδη κόνδυλο για να αποθηκεύουν νερό και θρεπτικά συστατικά. Βλέπε και το άρθρο: Στέλεχος φυτού: χαρακτηριστικά και διαφορετικοί τύποι.

Η ρίζα του φυτού Rhodiola rosea, χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφοράς σε caudiciform.
caudiciform: αναφέρεται στα φυτά εκείνα που προσομοιάζουν στα φυτά caudex. Ο υπέργειος κόνδυλος στα caudiciforms είναι λιγότερο ξυλώδης από ότι στα caudex φυτά και συχνά επιτελεί επίσης φωτοσύνθεση. Παράδειγμα: Rhodiola rosea.

caulescent [(δεν δύναται να περιγραφεί μονολεκτικά)]: για φυτό που έχει φυλλώδες, φυλλωτό στέλεχος. Παράδειγμα: Streptocarpus spp. Βλέπε και acaulescent.

CBD (Convention on Biological Diversity): Σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλότητα.

cell culture: βλ. κυτταροκαλλιέργεια. Για περισσότερα βλέπε: μικροπολλαπλασιασμός.
Cereeae: βλ. Κερέες.

Cereus [Κέρεος, ο]: γένος κάκτων στην οικογένεια Κακτοειδή (Cactaceae) που περιλαμβάνει περίπου 25 είδη, μεγάλων – σε σχήμα στήλης – κάκτων από τη Νότια Αμερική[16]. Ετυμολογία: αρχαία ελλην. κήρινος· κηρίων· φτιαγμένος από κερί[17, 18] και λατιν. cērĕus (ελαφρώς κέρινος· ελαφρώς κηρώδης· κερωμένος· κερί·)[34]. Φωνητική προφορά: >. Αναφέρεται στη – σαν στήλη – μορφή ανάπτυξης ορισμένων κάκτων. Βλέπε και Selenicereus anthonyanus.

cereusculus, cereuscula, cereusculum [κερεούσκουλους, κερεούσκουλα, κερεούσκουλουμ]: πέρα από την απευθείας φωνητική μεταφορά του λατινικού όρου στα ελληνικά, δεν είναι δυνατή η απευθείας μεταγραφή του όρου στα ελληνικά. Ετυμολογία <λατιν. υποκοριστικό της λέξης cērĕus[36]>. Βλέπε και Rhipsalis cereuscula.

cerinthoides [κηρανθοειδής -ο, -η, -το]: αναφέρεται στο άνθος που μοιάζει σαν κέρινο. Ετυμολογία: <αρχ. ελλην. κήρινος + άνθος + διαγλωσσικό επίθημα -oides (-ειδής, που μοιάζει)>. Βλέπε και Tradescantia cerinthoides 'Variegata Tricolor'.

Ceropegia [Κηροπηγή]: ονομασία γένους παχύφυτων και βλαστοπαχύφυτων που ανήκουν στην οικογένεια Αποκυνοειδή τής τάξης Γενθιανώδη, με 384 (επί του παρόντος) είδη[20]. Ετυμολογία: <ελλην.: κηρός + πηγή>. Υπάρχουν δυο πιθανότητες για την ονομασία που δόθηκε στα φυτά αυτά. (1) Λόγω του σχήματος των λουλουδιών που μοιάζουν σαν συντριβάνι. (2) Επειδή τα φυτά αυτά μοιάζουν σαν κέρινα[19, 21]. Βλέπε και: Ceropegia arenariaCeropegia haygarthii, Ceropegia monteiroaeCeropegia radicans, Ceropegia sandersonii, Ceropegia simoneae, Ceropegia stapeliiformis, Ceropegia woodii.

cf. (λατιν. confer: συγκρίνω με): χρησιμοποιείται σε παρόμοια έγγραφα και αναφέρεται σε κάποιο είδος το οποίο μοιάζει πολύ με το ονομαζόμενο είδος, αλλά έχει ορισμένα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά που δεν υπάρχουν στο προς εξέταση είδος. Είτε πρόκειται για έναν διαφορετικό πληθυσμό του αναφερθέντος είδους, είτε για ένα διαφορετικό είδος, απαιτεί περισσότερη έρευνα στις διαφορετικές ποικιλίες του πληθυσμού των ειδών, από ό,τι είχε αρχικά συμπεράνει ο συντάκτης. Στην πράξη, ο συντάκτης της επιστημονικής εργασίας αποφασίζει εάν θα χρησιμοποιήσει τη σύντμηση cf. ή aff.[22]. Βλέπε και σχετιζόμενο είδος

chimerism: βλ. χιμαιρισμός

Chlorophytum [Χλωρόφυτο]: ονομασία γένους φυτών που ανήκουν στην οικογένεια Ασπαραγοειδή της τάξης Ασπαραγώδη, με 192 επί του παρόντος, καταγεγραμμένα είδη[23]. Η ονομασία αναφέρεται στο φύλλωμα κάποιων ταξινομικών βαθμίδων που μοιάζει με το τρυφερό χλωρό γρασίδι[2]. Ετυμολογία: <χλωρό (κιτρινοπράσινο, ανοιχτό πράσινο) + φυτό>. Βλέπε και Chlorophytum comosum spp. και Chlorophytum laxum 'Pacific'.

chlorosis: βλ. χλώρωση

chlorovariegatus. -a. -um [χλωροπανασέ]Πανασέ φύλλωμα πράσινου ανοιχτού χρώματος (lime/neon) όπως αυτό που βλέπουμε σε αρκετές καλλιεργούμενες ποικιλίες (Epipremnum aureum 'Neon', Philodendron hederaceum var. oxycardium 'Lemon' κ.α.)[56].

Cicuta [Κικούτα]: ονομασία γένους φυτών στην οικογένεια των Απιοειδών (Apiaceae), με 4 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[50]. Προφορά στα λατινικά: .

cicutoxin [κικουτοξίνη]: τοξική ουσία· ακόρεστη αλειφατική αλκοόλη που είναι δομικά στενά σχετιζόμενη με την οινανθοτοξίνη (oenanthotoxin). Εμφανίζεται σε όλα τα είδη στο γένος Cicuta εκτός από την C. bulbifera. Σχετικά με την τοξικότητα βλέπε: Cicuta spp. στη Λίστα με τα ασφαλή και Τοξικά φυτά letter C.

cladode: βλ. κλαδώδιο
climber: βλ. scandent. Βλέπε και το άρθρο: Στέλεχος φυτού: χαρακτηριστικά και διαφορετικοί τύποι.
clone: βλ. κλώνος

Clusia [Κλούσια]: ονομασία γένους ανθοφόρων τροπικών φυτών στην οικογένεια Κλουσιοειδή με 311 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[35]. Ετυμολογία: <η ονομασία δόθηκε από τον Κάρολο Λινναίο προς τιμήν του βοτανολόγου Charles de l’Écluse.

Clusiaceae: βλ. Κλουσιοειδή.

clusiifolius, clusiifolia, clusiifolium [κλουσιόφυλλος, -ο, -η, -το]: ονομασία είδους φυτών. Ετυμολογία: <για τα φύλλα που μοιάζουν με αυτά του φυτού Clusia[36]>. Βλέπε και Peperomia clusiifolia 'Jely'.

coconut chips [κομματάκια καρύδας]: αυτά είναι κομματάκια ή πελεκούδια καρύδας που χρησιμοποιούνται στην κηπουρική. Είναι σχετικά χοντροκομμένα κομμάτια του εξωτερικού φλοιού (coconut husk), κάτι αντίστοιχο των κομματιών φλοιού που χρησιμοποιείται ως υπόστρωμα για ορχιδέες. Για τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της καρύδας στη χρήση ως υπόστρωμα για φυτά, υπάρχει το πολύ ενδιαφέρον άρθρο: Καρύδα vs Τύρφη: ποιο υπόστρωμα είναι καλύτερο;

coconut coir [ίνες καρύδας]: ο όρος coconut coir ή coco coir ή σκέτο coir είναι όρος ομπρέλα που χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στην πρώτη ύλη, στις ίνες της καρύδας. Οι ίνες καρύδας είναι το δεύτερο στρώμα σε έναν καρπό κοκοφοίνικα, λίγο πριν το σκληρό κέλυφος που περιβάλλει το εδώδιμο φρούτο. Είναι πολύ μικρότερες ίνες σε σχέση με τον εξωτερικό φλοιό και τις μακριές φυτικές ίνες. Οι ίνες καρύδας χρησιμοποιούνται ως υπόστρωμα για φυτά που απαιτούν υψηλότερη υγρασία.
Από τον καρπό του κοκοφοίνικα (καρύδα) έχουν δημιουργηθεί διάφορα προϊόντα που καλύπτουν τις ανάγκες διαφορετικών ειδών φυτών. Μερικά από αυτά τα προϊόντα είναι: coconut chips, coconut fibers, coconut husk, coconut peat. Για τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της καρύδας στη χρήση ως υπόστρωμα για φυτά, υπάρχει το πολύ ενδιαφέρον άρθρο: Καρύδα vs Τύρφη: ποιο υπόστρωμα είναι καλύτερο;

coconut fibers [άκοπες ίνες καρύδας]: τα coco fibers είναι οι άκοπες φυτικές ίνες της καρύδας προερχόμενες από τον εξωτερικό φλοιό που είναι και οι μακρύτερες. Δεν χρησιμοποιούνται πολύ συχνά στην κηπουρική. Τις χρησιμοποιούν συνήθως για να σκεπάζουν με αυτό τις γλάστρες/παρτέρια. Αυτό βοηθά είτε σε περισσότερη κατακράτηση της υγρασίας, είτε για ελάττωση των ζιζανίων, αλλά και για διακοσμητικούς λόγους. Για τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της καρύδας στη χρήση ως υπόστρωμα για φυτά, υπάρχει το πολύ ενδιαφέρον άρθρο: Καρύδα vs Τύρφη: ποιο υπόστρωμα είναι καλύτερο;

coconut husk [εξωτερικός φλοιός καρύδας]: ο εξωτερικός φλοιός καρύδας δεν χρησιμοποιείται πολύ συχνά στην κηπουρική. Τον χρησιμοποιούν συνήθως για να σκεπάζουν με αυτό τις γλάστρες/παρτέρια. Αυτό βοηθά είτε σε περισσότερη κατακράτηση της υγρασίας, είτε για ελάττωση των ζιζανίων, αλλά και για διακοσμητικούς λόγους. Για τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της καρύδας στη χρήση ως υπόστρωμα για φυτά, υπάρχει το πολύ ενδιαφέρον άρθρο: Καρύδα vs Τύρφη: ποιο υπόστρωμα είναι καλύτερο;

coconut peat [τύρφη καρύδας]: η τύρφη καρύδας είναι το αλεσμένο προϊόν των ινών καρύδας που προέρχεται από το ενδιάμεσο στρώμα του καρπού. Η τύρφη καρύδας χρησιμοποιείται ως υπόστρωμα για φυτά που απαιτούν υψηλότερη υγρασία. Για τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της καρύδας στη χρήση ως υπόστρωμα για φυτά, υπάρχει το πολύ ενδιαφέρον άρθρο: Καρύδα vs Τύρφη: ποιο υπόστρωμα είναι καλύτερο;

Codiaeum [Κοδίαιο]: ονομασία γένους φυτών στην οικογένεια των Ευφορβιοειδών, με 17 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[51]. Ετυμολογία <Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. codiaeum, πιθ. μαλαϊκό codiho[52]>.

coenanthium: βλ. κοινάνθιο (τύπος ταξιανθίας)
coir: βλ. coconut coir ^

Colchicum [Κολχικό]: ονομασία γένους φυτών στην οικογένεια των Κολχικοειδών (Colchicaceae), με 162 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[53].

colchicine [κολχικίνη]: κύριο αλκαλοειδές που απαντά στα φυτά του γένους Κολχικό. Ετυμολογία <αντδ. λ., πρβλ. colchicine < colchique (< κολχικόν < τοπων. Κολχίς, Κολχίδα) + επίθ. -ine (-ίνη). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη[54].

collaricorona [αλυσιδοστέμμα]: για τον κομψό τύπο ανάπτυξης των μίσχων. Ετυμολογία: λατιν. collaris: αλυσίδα λαιμού + λατιν. corona: στέμμα, τιάρα[24]. Βλέπε και Ceropegia collaricorona subsp. collaricorona.

Colocasia [Κολοκασία, Κολοκάσια]: ονομασία γένους φυλλοφόρων τροπικών φυτών με 10 καταγεγραμμένα (επί του παρόντος) είδη[25].

columbiana [κολομβιανή]: Για την εμφάνιση/καταγωγή στην/από την Κολομβία. Το βλέπουμε και ως colombiana, στην ισπανική γλώσσα. Βλέπε και Peperomia metallica var. columbiana.

columella [στυλοειδής, η]: (1) ο άξονας του τμήματος παραγωγής σπόρων μερικών κατώτερων φυτών[33]· (2) ονομασία είδους στο γένος Peperomia. Ετυμολογία: <λατιν. cŏlŭmella (στυλίσκος· μικρή κολώνα· μικρός πυλώνας). Ο λατινικός όρος υφίσταται από τα τέλη του 16ου αιώνα[33, 34]>. Βλέπε και Peperomia columella.

comb. nov.: combinatio nova → νέος συνδυασμός. Ένας συνδυασμός που σχηματίζεται από ένα ήδη δημοσιευμένο νόμιμο όνομα και χρησιμοποιεί το ίδιο τελικό επίθετο (ή χρησιμοποιεί το ίδιο το όνομα αν σχηματίζεται από ένα όνομα γένους).

Commelinaceae: βλ. Κομμελινοειδή

comosum [εύκομο, καλλίκομο]: ουδέτερο του λατινικού επιθέτου comosus, που αναφέρεται στην πλούσια και πυκνή κόμη (μαλλιά), στην πλούσια και πυκνή χαίτη. Στη βοτανική αναφέρεται (1) στη μορφή ανάπτυξης (φύλλωμα) του φυτού (Alluaudia, Chlorophytum), (2) στην τούφα από βράκτια στο άκρο της ταξιανθίας του φυτού (Aloe), (3) στα μεγάλα πυκνά βράκτια των ταξιανθιών (Euphorbia). Επίσης δόκιμος όρος είναι και ο όρος καλλίκομο. Αλλά στη βοτανική έχει επικρατήσει και χρησιμοποιείται ο όρος εύκομος. Παραδείγματα: Χλωρόφυτο το εύκομο, Ανανάς ο εύκομος[2, 26].

complex (species complex) [σύνθετο είδος]: στη βιολογία, ένα σύνθετο είδος είναι μια ομάδα στενά συγγενικών ειδών που είναι πολύ παρόμοια στην εμφάνιση έως το σημείο που τα όρια μεταξύ τους είναι συχνά ασαφή. Οι όροι μερικές φορές χρησιμοποιούνται συνωνύμως αλλά με πιο ακριβείς έννοιες είναι οι εξής:
cryptic species (αινιγματικά είδη) για δύο ή περισσότερα είδη κρυμμένα κάτω από το όνομα ενός είδους
sibling species (αδελφικά είδη) για δύο αινιγματικά είδη που συγγενεύουν πλησιέστερα μεταξύ τους
species flock (συρρέοντα είδη) για μια ομάδα στενά συγγενικών ειδών που ζουν στην ίδια περιοχή.
Καθώς και άτυπες ταξινομικές βαθμίδες, species group (ομάδα ειδών), species aggregate (συσσωμάτωμα ειδών) και superspecies (υπερείδος) είναι επίσης σε χρήση[27].

Compositae: βλ. Σύνθετα
compost: βλ. κομπόστ
compound capitulum: βλ. σύνθετο κεφάλιο (τύπος ταξιανθίας)
compound corymb: βλ. σύνθετος κόρυμβος (τύπος ταξιανθίας)
compound spadix: βλ. σύνθετος σπάδιξ (τύπος ταξιανθίας)
compound spike: βλ. σύνθετος στάχυς (τύπος ταξιανθίας)
compound umbel: βλ. σύνθετο σκιάδιο (τύπος ταξιανθίας)
controlled-release fertilizer: βλ. λίπασμα ελεγχόμενης αποδέσμευσης

cooperi [κουπέρι]: ονομασία είδους φυτών για τον Τόμας Κούπερ (Thomas Cooper, 5 Σεπτεμβρίου 1815 - 16 May 1913). Βρετανός φυτοκόμος και συλλέκτης φυτών, ήταν ο πεθερός του βοτανολόγου N.E. Brown. Ο Κούπερ μετέβη στη Ν. Αφρική εργαζόμενος για τον Σόντερς (William Wilson Saunders) και την Βασιλική Εταιρεία Φυτοκομίας της Βρετανίας όπου συνέλεξε πολλά φυτά εκ των οποίων πολλά έστελνε στη Βρετανία. Κάποια φυτά τα οποία έχουν πάρει το όνομά του είναι: Euphorbia cooperi, Crassula cooperi, Disa cooperi, Aloe cooperi, Scilla cooperi, Sutera cooperi και Stultitia cooperi.

cordatus, cordata, cordatum [καρδιόφυλλος, καρδιόφυλλη, καρδιόφυλλο]: ετυμολογία: <λατιν. cordis (καρδιά)· αναφέρεται στο καρδιοειδές σχήμα των φύλλων>. Βλέπε και Mickelopteris cordata.

cork bark: βλ. φελλός

corm: γεώφυτο· τύπος βολβού. Είναι μια συμπυκνωμένη μορφή ριζώματος που αναπτύσσεται κατακόρυφα στο έδαφος. Τα μεσογονάτια διαστήματα είναι συνήθως μειωμένα. Ένας ή περισσότεροι μασχαλιαίοι οφθαλμοί υπάρχουν στη μασχάλη των φολιδωτών φύλλων. Μερικά από αυτά τα μπουμπούκια εξελίσσονται σε δευτερεύοντες βολβούς corm. Οι βολβοί corm φέρουν τυχαίες ρίζες είτε στη βάση είτε σε ολόκληρη την επιφάνεια. Παράδειγμα: φυτό Κρόκος (Crocus sativus). Για περισσότερα καθώς και για τις διαφορές τους με βολβό, κόνδυλο και ρίζωμα βλέπε και το άρθρο: Στέλεχος φυτού: Χαρακτηριστικά και διαφορετικοί τύποι.

corolla: βλ. στεφάνη άνθους
cortex: βλ. φλοιός
corymb: βλ. κόρυμβος (τύπος ταξιανθίας)
corymbose cyme: βλ. κυματοειδής κόρυμβος (τύπος ταξιανθίας)

Cotyledon [Κοτυληδών, η]: ονομασία γένους παχύφυτων που ανήκουν στην οικογένεια των Κρασσουλοειδών, της τάξης Σαξιφραγώδη, με 22 περίπου είδη. Ετυμολογία: < (1) λατ. 'cotyledon, cotyledonis': Pennywort (Umbilicus rupestris), (2) αρχ. ελλην. 'κοτῠληδών': οποιαδήποτε κοιλότητα έχει το σχήμα κυπέλλου.>. Τα φυτά αυτά ονομάστηκαν έτσι διότι το φυτό Pennywort (Umbilicus rupestris) ήταν ενταγμένο αρχικά στο εν λόγω γένος[2, 28]. Βλέπε και Cotyledon tomentosa.

cotyledons: βλ. κοτυληδόνες

Crassula [Κρασούλα]: ονομασία γένους φυτών με πολλά είδη, στην οικογένεια των Κακτοειδών. Υποκοριστικό της λατινικής λέξης crassus, crassa που σημαίνει πυκνός, παχύς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ακριβής μεταγραφή θα ήταν Παχουλούλα, αλλά επειδή αυτός ο όρος χρησιμοποιείται με άλλο τρόπο στην καθομιλουμένη γλώσσα, κρίνεται μάλλον αδόκιμος τεχνικά, για να χρησιμοποιηθεί ως όρος βοτανικής που περιγράφει ονομασία γένους. Αναφέρεται στα παχύφυτα φύλλα[2, 9, 28]. Στα ελληνικά έχει επικρατήσει η απευθείας εξελληνοποιημένη μεταγραφή: Κράσουλα ή Κρασούλα. Βλέπε και: Crassula capitella 'Red Pagoda'Crassula ‘Gollum', Crassula multicava 'Purple Dragon', Crassula orbicularis var. rosularisCrassula pellucida ssp. marginalis 'Variegata', Crassula streyi.

Crassulaceae: βλ. Κρασσουλοειδή

creeper/creeping [κατακείμενο/έρπον (φυτό)]: αναφέρεται σε φυτό που αναπτύσσεται οριζοντίως στο έδαφος και ριζοβολά κατά διαστήματα κατά μήκος της επιφάνειας. Παράδειγμα: γρασίδι.

crenulatus, crenulata, crenulatum [κομμένος, περικομμένος, -ο, -η]: (λατιν.) [29]. Βλέπε και Ceropegia crenulata.

Croton: βλ. Κρότων, Κρότωνας
crown: βλ. κορώνα

Ctenanthe [Κτενάνθη]: ονομασία γένους τροπικών φυλλοφόρων φυτών στην οικογένεια Μαραντοειδή με 15 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[46]. Ετυμολογία <ελλην. Ctena (χτένα) + anthe (άνθη)>.

culm: κατακόρυφο στέλεχος με διακριτά γόνατα και μεσογονάτια διαστήματα. Το στέλεχος παρουσιάζει αρθρωτή εμφάνιση. Παράδειγμα: Ινδοκάλαμος (Μπαμπού). Βλέπε και το άρθρο: Στέλεχος φυτού: χαρακτηριστικά και διαφορετικοί τύποι.

cultigen [κάλτιτζεν (δεν υπάρχει ακριβής μετάφραση στα ελληνικά)]: ετυμολογία: <νεολογισμός από το λατιν. cultus (καλλιεργούμενο, εκτρεφόμενο) + λατιν. gens (φυλή, πατριά)>. Το cultigen είναι ένα φυτό που έχει σκόπιμα μεταβληθεί ή επιλεγεί από τον άνθρωπο και είναι αποτέλεσμα τεχνητής επιλογής. Αυτά τα ανθρωπογενή φυτά είναι, ως επί το πλείστον φυτά με εμπορική αξία που χρησιμοποιούνται στην κηπουρική, τη γεωργία ή τη δασοκομία. Επειδή τα cultigens καθορίζονται από τον τρόπο προέλευσής τους και όχι από την περιοχή όπου καλλιεργούνται, τα φυτά εκείνα που πληρούν αυτόν τον ορισμό εξακολουθούν να ονομάζονται cultigens, είτε έχουν εγκλιματιστεί στη φύση, είτε φυτεύονται σκόπιμα στη φύση, είτε τα φυτά που καλλιεργούνται σε τεχνητό περιβάλλον.

Cultivated Plant Code: Διεθνής Κώδικας Ονοματολογίας των Καλλιεργούμενων Φυτών.

cultivar ή cv.: Cultivated Variety= καλλιεργούμενη ποικιλία. Κάποιο φυτό είναι δυνατό να απαντά τόσο σε φυσική κατάσταση (ποικιλία [variety]), όσο και να προέρχεται από επιλεκτικώς καλλιεργούμενη ποικιλία (cv.). Έτσι, ένα υβρίδιο δύναται να ανήκει επίσης και στις καλλιεργούμενες ποικιλίες, μιας και δεν έχει προέλθει από φυσική επιλογή. Το γένος και είδος γράφεται με πλάγια γραφή (italics) και με πάντοτε κεφαλαίο το πρώτο γράμμα του γένους. Η ονομασία της καλλιεργούμενης ποικιλίας γράφεται με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα και μπαίνει πάντοτε μέσα σε μονά εισαγωγικά έπειτα από την επισήμανση cv. . Παράδειγμα: Dendrobium 'Berry Oda'. Το 'Berry Oda' είναι μια καλλιεργούμενη ποικιλία του γένους ορχιδέας Dendrobium.

cultivar group/group: βλ. Oμάδα

cupreatus, cupreata [χαλκοειδής -ο, -η]: για τις αποχρώσεις στα φύλλα. Ετυμολογία: <λατιν. cuprĕus (χάλκινος, χαλκοειδής)>.

cupreatum [χαλκοειδές, το]: για τις αποχρώσεις στα φύλλα. Ετυμολογία: <λατιν. cuprĕus (χάλκινο, χαλκοειδές)>.

cucurbitacin: βλ. κουκουρμπιτακίνη.

curtisii [κερτισίι]: για τον Τσαρλς Κέρτις (Charles Curtis, 1852 - 1928, συλλέκτης φυτών στη Μαδαγασκάρη)[30]. Βλέπε και Hoya curtisii.

cutting: βλ. μόσχευμα

Cyanotis [Κυανωτίς, Κυανωτίδα][31, 45]: Από τις λέξεις Κυανός + οὖς (αυτί) + το επίθημα -ις (ίδα)[32]. Αναφέρεται στο μπλε χρώμα των λουλουδιών[2]. Βλέπε και Cyanotis somaliensis.

cyathium: βλ. κυάθιο (τύπος ταξιανθίας)

Cymbidium [Κυμβίδιο]: εσφαλμ. Συμπίντιουμ, Κυμπίντιουμ. Ονομασία γένους φυτών ορχιδέας με 69 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[41]. Ετυμολογία: <αρχ. ελλην. κυμβίον (μικρό ποτήρι, μικρό κύπελλο)[42], για το σχήμα των λουλουδιών>.

Cynanchum [Κύναγχο]: ονομασία γένους φυτών στην οικογένεια Αποκυνοειδή, με 255 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[43]. Ετυμολογία: <αρχ. ελλην. κύνος (σκύλος) + αγχόνη[44], με την κοινή ονομασία «σκυλοπνίχτης». Η επιστημονική ονομασία αναφέρεται στον αναρριχητικό τύπο ανάπτυξης του φυτού που μπορεί να πνίξει άλλα φυτά>.

cyme: βλ. κυματοειδής (ταξιανθία)

Cypripedium [Κυπριόπους]: ονομασία γένους ορχιδεών στην οικογένεια Ορχιδοειδή με 52 επί του παρόντος καταγεγραμμένα είδη και υβρίδια[55]. Ετυμολογία: <αρχ. ελλην. Κύπρις (Κύπριδα: μια ονομασία που δινόταν στη θεά Αφροδίτη, λόγω του τόπου καταγωγής της που ήταν η Κύπρος) + αρχ. ελλην. ιατρ. επθμ. -pedia (πούς: πόδι). Βλέπε και ετυμολογία Paphiopedilum.


__________
Παραπομπές

1. merriam-webster: Caladium
2. Etymological Dictionary of Succulent Plant Names by Urs Eggli, Leonard E. Newton
3. βικιλεξικό: κάλλος
4. CAM φωτοσύνθεση, Κουναβη Ευτυχία
5. wikipedia: Juan Cañigueral Cid
6. LatDict: caperratus | Simon & Schuster's Guide to Mushrooms - Giovanni Pacioni, Gary H. Lincoff, σελ. 197
7. casabio: Crassula capitella (αρκετές φορές που επισκέφθηκα την εν λόγω ιστοσελίδα ήταν μολυσμένη με ιό/ιούς, συνεπώς δεν δίνω ενεργό σύνδεσμο)
8. LatDict: carnosus, carnosa
9. LatDict: crassus, crassa
10. Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae: κώδιξ, κωδίκιο
11. βικιλεξικό: κῴδιον
12. βικιλεξικό: κώδικας
13. LatDict: caudex, caudicis
14. A Dictionary of Derivations, Or, An Introduction to Etymology, on a New Plan, to which is Appended a Classical Spelling Book σελ. 48
15. wiktionary: caudex
16. kew: γένος Cereus
17. Φυτολογικόν Λεξικόν Π. Γ. Γεννάδιος
18. Λεξικό Τριανταφυλλίδη: κήρινος
19. CRC World Dictionary of Plant Names - Umberto Quattrocchi
20. POWO: γένος Ceropegia
21. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας: κηρός
22. dictionary of botanic terminology. cactus-art.biz.
23. POWO: γένος Chlorophytum
24. LatDict: collaris και corona.
25. POWO: γένος Colocasia
26. ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΚΑΛΛΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΔΕΝΔΡΩΝ, ΘΑΜΝΩΝ ΚΑΙ ΦΥΤΩΝ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΛΕΣΒΟΥ, σελ. 42
27. wikipedia: species complex
28. Εικονογραφημένον Βοτανικόν - Φυτολογικόν Λεξικόν: Τόμος Ε΄
29. fishbase: Crenimugil crenilabis
30. CRC World Dictionary of Palms - Umberto Quattrocchi
31. Εικονογραφημένον Βοτανικόν - Φυτολογικόν Λεξικόν: Τόμος Δ΄, σελ. 2035
32. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
33. Oxford Dictionaries: columella
34. Online Latin Dictionary
35. POWO: γένος Clusia
36. The Names of Plants - David Gledhill
37. POWO: γένος Calathea
38. POWO: γένος Cattleya
39. wiktionary: Cattleya/Etymology
40. wikipedia: William Cattley
41. POWO: γένος Cymbidium
42. ετυμολογικό λεξικό: κύμβη, κυμβίον
43. POWO: γένος Cynanchum
44. bees.gr: Σαρμασίκι (Cynanchum acutum)
45. hbw.com: cyanotis / cyanotos
46. POWO: γένος Ctenanthe
47. POWO: γένος Caralluma
48. wikipedia: Caralluma
49. Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα (11η έκδοση) Cambridge University Press
50. POWO: γένος Cicuta
51. POWO: γένος Codiaeum
52. LSJ: κοδίαιο
53. POWO: γένος Colchicum
54. LSJ: κολχικίνη
55. POWO: γένος και υβρίδια Cypripedium
56. Commelinaceae research: Variegated plants and their names
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου