⚠️ σε αυτό το ιστολόγιο διαβάζεις ξεκούραστα, δίχως παράθυρα να πετάγονται αριστερά/δεξιά, ⛔δίχως διαφημίσεις.
Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να διαβάσεις αυτό το μήνυμα.

Βοτανική Ορολογία :: Letter H

Letter H, h


φυτοθήκη, βοτανολόγιο, φυτολόγιο
herbarium (1): φυτολόγιο
συλλογή βοτάνων, εκθετήριο συλλογής βοτάνων, ερμπάριο, συλλογή συντηρημένων βοτάνων, χώρος αποθήκευσης βοτάνων, φυτών
herbarium (2): εκθεσιακός χώρος με μια συστηματικά οργανωμένη συλλογή αποξηραμένων φυτών.
image attribution: By Fritz Geller-Grimm - Own work, CC BY-SA 2.5, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=613837
λήμμα herbarium: φυτοθήκη, βοτανολόγιο, φυτολόγιο, συλλογή βοτάνων, εκθετήριο συλλογής βοτάνων, ερμπάριο, συλλογή συντηρημένων βοτάνων, χώρος αποθήκευσης βοτάνων.



Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου


Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.

ενημέρωση: 11 Φεβρουαρίου 2019

hahnii [χανίι]: (1) ονομασία ταξινομικής βαθμίδας. Δόθηκε για τον Δρ. Νόρμπερτ Χαν (Dr. Norbert Hahn), ειδικό στη χλωρίδα της οροσειράς Σαουτπάνσμπερχ (Soutpansberg) στη Νότια Αφρική[1]. (2) αναφέρεται στην Sansevieria trifasciata 'Hahnii' η οποία ανακαλύφθηκε το 1939 από τον William W. Smith τον νεώτερο στην εταιρεία Crescent Nursery Company, στη Νέα Ορλεάνη των ΗΠΑ. Το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας του 1941 ανατέθηκε στον Sylvan Frank Hahn, στο Πίτσμπεργκ, Πενσιλβανία[2]. Βλέπε και Sansevieria trifasciata 'Golden Hahnii'.

hammock: στην οικολογία είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στις νοτιοανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες για άλση δέντρων, συνήθως μη κωνοφόρων δέντρων, που αποτελούν ένα οικολογικό νησί σε ένα αντιπαραβαλλόμενο οικοσύστημα. Οι περιοχές hammock ευδοκιμούν σε υπερυψωμένες περιοχές, συχνά ύψους μόλις λίγων εκατοστών, που περιβάλλονται από υγρότοπους οι οποίοι είναι πολύ υγροί για να τους στηρίξουν. Ο όρος hammock αναφέρεται επίσης σε εκτάσεις μη κωνοφόρων δένδρων που αναπτύσσονται σε πλαγιές μεταξύ υγροτόπων και ξηρότερων ορεινών περιοχών που υποστηρίζουν ένα μικτό ή κωνοφόρο δάσος[3].

hardyi [χαρντίι]: ονομασία είδους φυτών που δόθηκε στη μνήμη του D. S. Hardy, κηπουρού και συλλέκτη, ιδιαίτερα παχύφυτων[4]. Βλέπε και Orbea hardyi.

Hatiora [Χατιόρα]: ανάγραμμα για τη λέξη Hariota, που δόθηκε από τους Nathaniel Britton και Joseph Rose το 1923. Βλέπε και Hatiora gaertneri.

Haworthia [Χαγουόρθια]: ονομασία του γένους Haworthia για τον Άντριαν Χ. Χάγουορθ (Adrian H. Haworth, 1768-1833), Βρετανό ζωολόγο, βοτανολόγο και εξειδικευμένο στα παχύφυτα[5].

Haworthiopsis [Χαγουορθιόψις]: για τα φυτά που μοιάζουν με τα παχύφυτα του γένους Haworthia. Ετυμολογία: <Hawothia (Χαγουόρθια) + opsis (όψις)>.  Βλέπε και: Haworthiopsis limifolia., Haworthiopsis limifolia f. variegata.

haygarthii [χεϊγκάρθιι]: ονομασία είδους που δίνεται σε διάφορα φυτά προερχόμενη από τον Walter J. Haygarth ο οποίος τα ανακάλυψε και κατονόμασε[5]. Βλέπε και Ceropegia haygarthii.

hederaceus, hederacea, hederaceum [κισσοειδής (ο, η), κισσοειδές (το)]: για την ομοιότητα στον τρόπο αναρρίχησης και προσκόλλησης στα δέντρα με τον κισσό. Βλέπε και Philodendron hederaceum var. hederaceum ‘Brasil’.

heirloom: παραδοσιακοί σπόροι, παραδοσιακές ποικιλίες
helicoid cyme/bostryx: βόστρυξ

Hemionitis [Ημιονίτις]: ονομασία γένους φυλλοφόρων φυτών φτέρης με 463 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[13]. Είναι επίσης και ονομασία είδους (Scolopendrium hemionitis). Ετυμολογία <αρχ. ελλην. ημίονος (μουλάρι). Ονομασία που δόθηκε από τον Στράβων για τη φτέρη-ημίονο, είδος φτέρης στο γένος Scolopendrium[14]. Θεωρούνταν ότι οι συγκεκριμένες φτέρες προκαλούσαν στειρότητα, έτσι το φορούσαν οι γυναίκες ως φυλαχτό για να αποτρέψουν την εγκυμοσύνη[15].

herb, herbaceous: (1) βότανο, (2) ποώδες φυτό: () φυτό χαμηλό που μοιάζει με πόα, () φυτό με βλαστό μαλακό και πράσινο, σε αντίθεση με τα ξυλώδη. Η διατήρηση του σχήματος οφείλεται κυρίως στη σπαργή των κυττάρων και λιγότερο στην κυτταρίνη. Στα πολυετή ή διετή ποώδη, ο υπέργειος βλαστός ξεραίνεται το χειμώνα και εκπτύσσονται νέοι βλαστοί και φύλλωμα την άνοιξη[6]. (3) μη ξυλώδες φυτό.

herbal medicine, herbal remedy, herbal therapy, herbal treatment: βοτανοθεραπεία
herbalist: βοτανοθεραπευτής

herbarium [φυτοθήκη, βοτανολόγιο, φυτολόγιο, συλλογή βοτάνων, εκθετήριο συλλογής βοτάνων, ερμπάριο, συλλογή συντηρημένων βοτάνων, χώρος αποθήκευσης βοτάνων]: (1) συστηματικά οργανωμένη συλλογή αποξηραμένων φυτών σε κάποιο βιβλίο, ντοσιέ ή κουτί· (2) εκθεσιακός χώρος με μια συστηματικά οργανωμένη συλλογή αποξηραμένων φυτών. Διαφέρει από το βοτανικό κήπο [botanical garden].

hesperidus -a -um [εσπέριδος, εσπερίδα, εσπέριδο]: ετυμολογία <ελλην. εσπερίδα (βραδινή κοινωνική εκδήλωση· στην προκειμένη περίπτωση η ονομασία αναφέρεται στις Εσπερίδες νύμφες από την ελληνική μυθολογία[12]>. Βλέπε και Caralluma hesperidum.

heterotypic [ετεροτυπικό]: επί λέξη σημαίνει «με διαφορετικό τύπο», και αφορά συνώνυμο. Ένα ετεροτυπικό συνώνυμο προκύπτει όταν ένα όνομα περιγράφεται επίσημα και αναφέρεται σε ένα τύπο (συνήθως δείγμα σε βοτανολόγιο [herbarium]), αλλά κατόπιν το περιγραφέν είδος (και κατά συνέπεια το δείγμα στο βοτανολόγιο, δηλαδή ο τύπος) θεωρείτε συνώνυμο ενός άλλου είδους που έχει διαφορετικό τύπο. Πχ, περιγράφηκε ένα φυτό με το όνομα Cattleya leopoldii και αυτή η περιγραφή, έχει ένα τύπο (βλ.λ). Κατόπιν όμως, ένας βοτανολόγος κατάλαβε πως το φυτό αυτό ήταν τελικά μια μορφή της C. tigrina (που έχει περιγραφεί με διαφορετικό τύπο). Οπότε το όνομα C. leopoldii, είναι ετεροτυπικό (ή ταξινομικό) συνώνυμο της C. tigrina. Αποκαλείται και ταξινομικό συνώνυμο[7].

holobiome: ολοβίωμα
holobiont: ολοβίωμα

homotypic [ομοτυπικό]: επί λέξη σημαίνει «με τον ίδιο τύπο» και αφορά συνώνυμο. Ένα ομοτυπικό συνώνυμο, είναι συνώνυμο που έχει σαν αναφορά τον ίδιο τύπο με το αποδεκτό όνομα, και δεν προκύπτει από νέα περιγραφή είδους. Αν πχ, ένα όνομα που δίνεται σε ένα τύπο είναι ομώνυμο (δηλαδή ακριβώς το ίδιο) με όνομα που δόθηκε σε άλλο είδος φυτού, τότε πρέπει να γίνει δημοσίευση με νέο όνομα. Το παλιό όνομα θα είναι ομοτυπικό συνώνυμο του αρχικού[7]. Παράδειγμα, το Gonostemon flavopurpureus είναι ομοτυπικό συνώνυμο της Stapelia flavopurpurea.

horrida/horridus [φρικώδης, τριχωτός, μαλλιαρός, σκληρότριχος]: ο όρος έχει ποικίλες ερμηνείες οι οποίες σχετίζονται με το αντίστοιχο είδος στο οποίο αναφέρονται. Ετυμολογία: <λατιν. horrĭdus (wild, frightful, rough, bristly, standing on end, unkempt, grim, horrible)[25, 28]>. Βλέπε και Rhipsalis baccifera subsp. horrida.

horticulturist: φυτοκόμος

houseleek: (λατιν.: sedum) οποιοδήποτε από μερικά παχύφυτα, του γένους Sempervivum, σε σχήμα ροζέτας με σαρκώδη φύλλα[8].

Hoya [Χόγια]: ονομασία γένους τροπικών και επίφυτων - κυρίως - φυτών με σαρκώδη φύλλα (παχύφυτα) που ανήκουν στην οικογένεια των Αποκυνοειδών τής τάξης Γενθιανώδη, με 489 περίπου ζώντα είδη. Ετυμολογία: εκ του Τόμας Χόυ (Thomas Hoy, †1821), κηπουρός στην έπαυλη Syon, Αγγλία[5]. Βλέπε και τα είδη: Hoya carnosa, Hoya carnosa 'Rubra', Hoya curtisii, Hoya kerrii, Hoya 'Mathilde', Hoya megalanthaHoya serpens.

Huernia [Χουέρνια]: ονομασία γένους παχύφυτων/βλαστοπαχύφυτων με 77 (επί του παρόντος) καταγεγραμμένα είδη[9]. Ετυμολογία: <η ονομασία δόθηκε για τον Γιούστους Χιούρνιους (Justus Heurnius, 1587-1652), Ολλανδό ιατρό, ο οποίος ανακάλυψε τον Orbea variegata στο ακρωτήριο, τον Απρίλιο του 1624 στο δρόμο του προς την Μπατάβια ως ιεραπόστολος[10]>.

hugo-schlechteri [ούγκο-σλεχτέρι]: για τον Ούγκο Σλέχτερ (Hugo Schlechter, 1926). Γερμανός λιθογράφος, πατέρας του βοτανολόγου Ρούντολφ Σλέχτερ (Rudolf Schlechter)[5]. Βλέπε και Titanopsis hugo-schlechteri.

Hummel's Sunset [Δειλινό του Χάμελ]: ονομασία καλλιεργούμενης ποικιλίας της Crassula ovata 'Hummel's Sunset', που δόθηκε για τον Έμεραλντ Χάμερ (Ed [Emerald] Hummel, 1903-1979), εξέχοντα φυτοκόμο από τις ΗΠΑ και αναγνωρισμένο πειραματιστή που δημιούργησε πολλά υβρίδια παχύφυτων. Το όνομα έχει γερμανική καταγωγή με προφορά Χούμελ, αλλά επειδή ο εν λόγω φυτοκόμος προέρχεται από τις ΗΠΑ, η προφορά Ως Χάμελ κρίνεται ορθότερη.

humus: χούμος
hybrid: υβρίδιο

hydathode [υδατοδός]: πληθυντικός υδατοδοί (hydathodes). Οι υδατοδοί είναι εξειδικευμένοι πόροι στα ανώτερα φυτά που χρησιμοποιούνται για να αποβάλλουν το πλεονάζον νερό. Ετυμολογία: <ύδωρ + οδός>[11]. Βλέπε και τον όρο guttation (πιο πάνω).

Hylocereae: Υλοκερέες.
Hylocereus [Υλοκέρεος]: συνώνυμο του γένους Selenicereus.
hypanthodium: υπανθόδιο


__________
Παραπομπές

1. researchgate: Asphodelaceae: Aloe hahnii, a new species in the Section Pictae, in the Soutpansberg Centre of Endemism, Limpopo Province, South Africa
2. Smith, William Walter. "Sansevieria". Plant Patent 470. United States Patent Office
3. wikipedia: hammock (ecology)
4. PlantZAfrica: Orbea hardyi
5. Etymological Dictionary of Succulent Plant Names - Urs Eggli, Leonard E. Newton
6. Γεωπονικό Λεξικό, Στρουθόπουλος, Θαλής (2006)
7. Ελληνική Εταιρεία Φίλων της Ορχιδέας: λεξικό όρων
8. wiktionary: houseleek
9. POWO: γένος Huernia
10. huernia.com: γένος Huernia
11. merriam-webster: hydathode
12. The Names of Plants - David Gledhill
13. POWO: γένος Hemionitis
14. CRC World Dictionary of Medicinal and Poisonous Plants - Umberto Quattrocchi
15. Horticultural Flora of South-eastern Australia: Ferns, conifers & their allies - Roger Spencer
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου