⚠️ σε αυτό το ιστολόγιο διαβάζεις ξεκούραστα, δίχως παράθυρα να πετάγονται αριστερά/δεξιά, ⛔δίχως διαφημίσεις.
Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να διαβάσεις αυτό το μήνυμα.

Βοτανική Ορολογία :: Γράμμα Όμικρον

Γράμμα Όμικρον (Ο, ο)

βοτανική ορολογία, βοτανικό λεξικό, βοτανικό γλωσσάρι για παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου - γράμμα όμικρον, οφθαλμοί φυτών (buds)
Διαφορετικοί οφθαλμοί φυτών και διαφορετικές θέσεις ανάπτυξης επάνω στο φυτό.

Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου


Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.

ενημέρωση: 7 Νοεμβρίου 2019

ολοβίωμα [holobiont, holobiome]: το ολοβίωμα είναι το σύνολο των αποτελούμενων μερών των γονιδιωμάτων σε έναν ευκαρυωτικό οργανισμό. Περιλαμβάνει το γονιδίωμα ενός μεμονωμένου μέλους μιας δεδομένης ταξινομικής βαθμίδας (το γονιδίωμα του ξενιστή) και τη μικροβιοκοινότητα (τα γονιδιώματα της συμβιωτικής μικροβιοχλωρίδας)[1].

Ομάδα [Group]: μια ομάδα είναι μια τυπική κατηγορία του Διεθνούς Κώδικα Ονοματολογίας των Καλλιεργούμενων Φυτών, που χρησιμοποιείται για τα καλλιεργούμενα φυτά (καλλιεργούμενες ποικιλίες) που έχουν ένα καθορισμένο χαρακτηριστικό. Αντιπροσωπεύεται σε μια βοτανική ονομασία από το σύμβολο Group ή Gp. Το "Group" ή "Gp" γράφεται πάντοτε με κεφαλαίο G σε ένα βοτανικό όνομα ή επίθετο. Η Ομάδα δεν γράφεται σε πλάγια γραφή στην διωνυμική ονομασία ενός φυτού. Το ICNCP εισήγαγε τον όρο και το σύμβολο "Group" (Ομάδα) το 2004 ως αντικατάσταση του όρου "cultivar-group" (ομάδα-ποικιλιών), ο οποίος ήταν παλαιότερα ο όρος της κατηγορίας από το 1969. Για τον παλαιό όρο "cultivar-group" η μη τυπική συντομογραφία "cv. group" ή "cv Group" συναντάται ακόμα κάποιες φορές. Υπάρχει μια μικρή διαφορά στο νόημα, δεδομένου ότι μια ομάδα-ποικιλιών (cultivar-group) ορίζεται ότι περιλαμβάνει ποικιλίες, ενώ μια Ομάδα (Group) δύναται να περιλαμβάνει μεμονωμένα φυτά.

Οπουντιοΐδες [Opuntioideae]: υποοικογένεια στην οικογένεια Κακτοειδή. Ετυμολογία και ανάλυση μεταγραφής στα ελληνικά βάσει του πίνακα μεταγραφής:  Opuntia+oideae → Οπουντία+-οΐδες → Οπουντιοΐδες.

οργανικό λίπασμα [organic fertilizer]: το οργανικό λίπασμα περιέχει άνθρακα στη σύνθεσή του και έτσι διακρίνεται από άλλα λιπάσματα. Ένα οργανικό λίπασμα μπορεί να είναι φυσικό (ζωικής ή φυτικής προέλευσης) ή να είναι τεχνητό. Το οργανικό λίπασμα ζωικής προέλευσης μπορεί να προέρχεται από ζωικά απόβλητα (κρέας, κόκαλα), από απεκκρίσεις ζώων (κοπριά) ή ανθρώπων. Το οργανικό λίπασμα φυτικής προέλευσης μπορεί να προέρχεται από κομπόστ και υπολείμματα καλλιέργειας, από τύρφη ή από φυλλόχωμα. Μπορεί να είναι χωρίς κάποια άλλη πρόσθετη επεξεργασία ή να είναι κομποστοποιημένο. Αντίθετα, η πλειονότητα των λιπασμάτων που χρησιμοποιούνται στην εμπορική καλλιέργεια εξάγεται από ορυκτά (π.χ. φωσφορίτης) ή παράγεται βιομηχανικά (π.χ., αμμωνία). Η βιολογική γεωργία, ένα σύστημα γεωργίας, επιτρέπει ορισμένα λιπάσματα και βελτιωτικά και αποκλείει άλλα.

Ορχιδέα [Orchid]: ετυμολογία <γαλλ. orchidée ↔ αρχαία ελληνική ὄρχις (αντιδάνειο)[4]>. Η ονομασία δόθηκε για το σχήμα των κονδύλων σε ορισμένες ορχιδέες στο γένος Orchis, που μοιάζουν με όρχεις. Η λέξη orchid είναι αποτέλεσμα σύντμησης από τον John Lindley το 1845, από την ονομασίας της οικογένειας Orchidaceae[5]. Οι ορχιδέες είναι καλλωπιστικά μονοκοτυλήδονα φυτά στην οικογένεια των Ορχιδοειδών. Φύονται κυρίως σε θερμό κλίμα - συχνά τροπικό - και ξεχωρίζουν για το πρωτότυπο σχήμα τους και την μεγάλη τους ποικιλία σε χρώματα και αποχρώσεις[4].

Ορχιδοειδή [Orchidaceae]: ετυμολογία <αρχ. ελλην. ὄρχις + (λατιν.) -aceae. Η κατάληξη -aceae σημαίνει -οειδή, σύμφωνα με τον πίνακα μεταγραφής. Η οικογένεια των Ορχιδοειδών περιλαμβάνει 740 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη ορχιδεών[3].

οφθαλμός, μάτι [axillary bud, bud]: οφθαλμός ονομάζεται το όργανο το οποίο περικλείει σε εμβρυώδη κατάσταση βλαστό ή άνθος ή και τα δυο, που προστατεύονται γενικά από τα λέπια. Με τον όρο οφθαλμό αναφερόμαστε συνήθως στο μέρος του φυτού στη μασχάλη του φύλλου από όπου την άνοιξη θα αναπτυχθεί ένας ετήσιος βλαστός (βλαστοφόρος) ή ένα άνθος ή μία ταξιανθία (ανθοφόρος)[2]. Οι οφθαλμοί ωστόσο ταξινομούνται σε ποικίλες κατηγορίες. Για περισσότερα βλέπε το αναλυτικό άρθρο: Οφθαλμοί των φυτών.


__________
Παραπομπές

1. Symbiogenesis: the holobiont as a unit of evolution.
2. botany.gr: ορολογία Κ - Ρ
3. POWO: οικογένεια Orchidaceae
4. βικιλεξικό: ορχιδέα
5. wikipedia: Orchidaceae etymology
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου