Γράμμα Ταυ (Τ, τ)
Μορφολογία των τμημάτων ενός φυτού |
Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου
Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.
ενημέρωση: 18 Ιανουαρίου 2020
ταξιανθία, ανθοταξία [inflorescence]: μέρος του φυτού που φέρει πολλά άνθη μαζί[1].
ταξιανθία κυματοειδής [cymose inflorescence, cyme]: ταξιανθία στην οποία ο κύριος άξονας σχηματίζει στην κορυφή του ένα τελικό άνθος. Στη συνέχεια από τον κύριο άξονα αναπτύσσονται ισχυρότεροι πλευρικοί άξονες, οι οποίοι σχηματίζουν στην κορυφή τους ένα άνθος[1].
ταξικαρπία [seedhead]: μέρος του φυτού που φέρει πολλούς καρπούς μαζί[1].
ταξινομική βαθμίδα [taxon πληθυντικός taxa]: μονάδα ταξινόμησης των φυτών (είδος, υποείδος, ποικιλία κ,λ.π,)[1].
ταξιφυλλία: φυλλοταξία
ταυτώνυμο [tautonym]: (ταξινομία) διπλό ταξινομικό όνομα πχ. Alces alces, Axis axis, Bison bison, Capreolus capreolus. Ετυμολογία: <αρχαία ελληνική ταυτώνυμος: ταυτό- (εκθλιπτική κράση: τ' αυτός) + ὄνυμα (μεταλλαγή του ο σε ω κατά την σύνθεση)>[2]. Διαφέρει από το αυτώνυμο.
τέπαλα [tepals]: περιάνθια μέρη σε άνθη, τα οποία δεν έχουν εμφανή κάλυκα και στεφάνη, όπως συνήθως συμβαίνει στα άνθη πολλών μονοκοτυλήδονων[1].
τραχεΐδες [tracheids]: αγγεία[1].
Τριχοκερέες [Trichocereeae]: φυλή στην οικογένεια Κακτοειδή. Ετυμολογία και ανάλυση μεταγραφής στα ελληνικά βάσει του πίνακα μεταγραφής: Trichocereus+eae → Τριχοκέρεος+έες → Τριχοκερέες.
Τριχοκέρεος [Trichocereus]: ονομασία γένους κάκτων στην οικογένεια Κακτοειδή με 14 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[5]. Ετυμολογία <ελλην. τρίχα + αρχ. ελλην. κήρινος· κηρίων· φτιαγμένος από κερί[6, 7] και λατιν. cērĕus (ελαφρώς κέρινος· ελαφρώς κηρώδης· κερωμένος· κερί·)[8].
τριχίδια από Drosera hartmeyerorum. | φωτογράφιση από: incidencematrix (CC BY 2.0) |
τρίχωμα αδενώδες [glandular hairs]: επιδερμικοί σχηματισμοί (επιδερμικό τρίχωμα) με ογκώδη κεφαλή, συνήθως πολυκύτταρη, η οποία είναι υπεύθυνη για τη βιοσύνθεση και απέκκριση διαφόρων ουσιών[1].
τρίχωμα αστερόμορφο [stellate]: πολυκύτταρες, διακλαδισμένες αστεροειδώς τρίχες[1].
τρίχωμα εριώδες: μαλακές, εύκαμπτες, συστρεφόμενες τρίχες[1].
τρίχωμα πεπιεσμένο: τρίχωμα το οποίο είναι πιεσμένο πάνω στο όργανο (φύλλο, βλαστός, κάλυκας κ.ά.) στο οποίο φύεται[3].
τροχοειδή (άνθη) [rotate]: συμπέταλα άνθη σε τροχοειδή μορφή. Παραδείγματα: Solanum sp.[4]
τύρφη [peat]: η τύρφη - ή αλλιώς ποάνθρακας - είναι σπογγώδης ελαφριά ύλη που προέρχεται από την αργή μερική αποσύνθεση φυτικών οργανισμών σχηματιζόμενη στο υπέδαφος κυρίως εύκρατου και υγρού περιβάλλοντος. Στη φυτοκομία και κηπουρική χρησιμοποιείται συνήθως ως υπόστρωμα σε φυλλοφόρα ποώδη τροπικά φυτά, όπως Aglaonema 'Crete', Chlorophytum filipendulum subsp. amaniense, Goeppertia majestica ‘Whitestar’ κ.α.
τύρφη σφάγνου [sphagnum peat, sphagnum peat moss]: η τύρφη σφάγνου είναι σφάγνο το οποίο έπειτα από αργή αποσύνθεση έχει μετατραπεί σε υπόστρωμα (χώμα). Στη φυτοκομία και κηπουρική χρησιμοποιείται συνήθως ως υπόστρωμα σε φυλλοφόρα ποώδη τροπικά φυτά, όπως Aglaonema 'Crete', Chlorophytum filipendulum subsp. amaniense, Goeppertia majestica ‘Whitestar’ κ.α.
τυχαίος (ρίζες/οφθαλμοί/παράφυτα) [adventitious (roots/buds/shoots)]: αναφέρεται σε κάποιες ρίζες (τυχαίες ρίζες), οφθαλμούς ή παράφυτα τα οποία αναπτύχθηκαν συμπτωματικά σε κάποιο ασυνήθιστο σημείο ή/και κατά έναν ασυνήθιστο τρόπο.
__________
Παραπομπές
1. botany.gr: ορολογία Σ - Ω
2. βικιλεξικό: ταυτώνυμος
3. γφ βοτανική
4. plantsdb.gr: Το Άνθος - Δομή, Μορφολογία και Λειτουργίες
5. POWO: γένος Trichocereus
6. Φυτολογικόν Λεξικόν Π. Γ. Γεννάδιος
7. Λεξικό Τριανταφυλλίδη: κήρινος
8. Online Latin Dictionary
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου