Γράμμα Ύψιλον (Υ, υ)
Μορφολογία των τμημάτων ενός φυτού |
Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου
Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.
ενημέρωση: 20 Μαρτίου 2019
Υακινθοειδή [Hyacinthaceae]: Τα Υακινθοειδή ή η οικογένεια των Υακίνθων είναι μια οικογένεια περίπου 46 γενών που απαντούν στη Βόρεια Αμερική, την Ευρασία και την Αφρική. Πρόκειται για βολβώδη γεώφυτα ή πολύ περιστασιακά πολυετή ριζώματα με άνθη ομαδοποιημένα σε ένα ανοικτό χωρίς φύλλα μίσχο. Τα φύλλα φύονται κυρίως από τον βολβό[1].
υβρίδιο [hybrid]: άτομο που προκύπτει από διαφορετικούς γενετικά γονείς, π.χ. Alworthia που είναι διασταύρωση Aloe X Haworthia. Βλέπε και cultivar.
υγρόφιλο, υδροχαρές [hydrophilic]: φυτό το οποίο εξαρτάται άμεσα από το νερό, γλυκό ή αλμυρό π.χ. πλάτανος, αλμυρίκι[2]. Διαφέρει από το υδρόφιλο (βλέπε το εν λόγω λήμμα).
υδριοειδή (άνθη) [urceolate]: συμπέταλα άνθη σε μορφή υδρίας. Παραδείγματα: Arbutus unedo, Pieris japonica, Muscari sp.[3]
υδρόφιλο, υδροφιλία [hydrophilous, hydrophily]: αναφέρεται στο φυτό του οποίου η επικονίαση γίνεται μέσω του νερού[4]. Διαφέρει από το υγρόφιλο (βλέπε το εν λόγω λήμμα).
Υλοκερέες [Hylocereae]: υποοικογένεια στην οικογένεια Κακτοειδή. Ετυμολογία και ανάλυση μεταγραφής στα ελληνικά βάσει του πίνακα μεταγραφής: Hylocereus+eae → Υλοκέρεος+έες → Υλοκερέες.
Υλοκέρεος [Hylocereus]: συνώνυμο του γένους Selenicereus.
υπανθόδιο [hypanthodium]: τύπος ταξιανθίας. Ο μίσχος παχύνεται και αποπλατύνεται, περιβάλλοντας τα άνθη σε κοιλότητα, η οποία διατηρεί ένα μικρό άνοιγμα (π.χ. το συκώνιο των φίκων)[3].
ύπερος [pistil]: ο ύπερος υπάρχει στο θηλυκό και στο τέλειο άνθος. Ο ύπερος αποτελείται από το στίγμα, τον στύλο και την ωοθήκη. Στην ωοθήκη βρίσκονται οι σπερματικές βλάστες, οι οποίες περιέχουν τα ωάρια, τους θηλυκούς γαμέτες του φυτού[5].
υποειδικό [infraspecific]: (ταξινομία) που σχετίζεται με μια ταξινομική μονάδα σε βαθμό χαμηλότερο από το είδος[6].
υποείδος [subspecies, subsp.]: κατηγορία ταξινομικής διάκρισης ενός είδους που χαρακτηρίζει συνήθως πληθυσμούς, οι οποίοι διακρίνονται οικολογικά ή μορφολογικά εντός του εύρους εξάπλωσης του είδους. Ο πληθυντικός subspp. χρησιμοποιείται για να δηλώσει πάνω από ένα υποείδος[7, 8].
υποκείμενος βλαστός/υποκείμενο: ο υποκείμενος βλαστός, η σκέτο υποκείμενο, είναι ένα υγιές και καλά ριζωμένο φυτό που χρησιμοποιείται στο μπόλιασμα, συνηθέστερα ως μια υγιής βάση για να στηρίξει ένα μπόλι[9, 10]. Ονομάζεται και ρίζωμα.
υποκρατηρόμορφα (άνθη) [hypocrateriform/salverform]: συμπέταλα άνθη σε μορφή υποκρατήρα (βάση όπου τοποθετείται ο κρατήρας). Παραδείγματα: Catharanthus roseus, Phlox paniculata, Myosotis sylvatica, Ixora coccinea, Pentas lanceolata, Plumbago auriculata[3]
υπόστρωμα («χώμα») [substrate]: τα διάφορα υλικά που αποτελούν το μέσο στο οποίο φυτεύεται ένα φυτό. Το αποκαλούμε συνήθως «χώμα». Για περισσότερα βλέπε και το άρθρο: Χώμα για Παχύφυτα.
__________
Παραπομπές
1. Pacific Bulb Society: Hyacinthaceae
2. λεξικό τριανταφυλλίδη: υδροχαρής
3. plantsdb.gr: Το Άνθος - Δομή, Μορφολογία και Λειτουργίες
4. λεξικό τριανταφυλλίδη: υδρόφιλος
5. βιολογία Α' γυμνασίου σελ. 100 - 119
6. wiktionary: infraspecific
7. botany.gr: ορολογία Σ - Ω
8. wikipedia: binomial nomenclature
9. wiktionary: rootstock
10. βικιπαίδεια: μπόλιασμα, τεχνική
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου