⚠️ σε αυτό το ιστολόγιο διαβάζεις ξεκούραστα, δίχως παράθυρα να πετάγονται αριστερά/δεξιά, ⛔δίχως διαφημίσεις.
Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να διαβάσεις αυτό το μήνυμα.

Βοτανική: συντομογραφίες, συντμήσεις, συντομεύσεις, ακρωνύμια : Ελληνικά

Λίστα με τις ελληνικές συντομογραφίες, συντμήσεις, συντομεύσεις και ακρωνύμια που συναντούμε είτε στη βοτανική ορολογία είτε κατά τη μεταγραφή των λατινικών και επιστημονικών όρων στα ελληνικά, αλλά και στην τοξικολογία (βλ. σχετ. σελίδα με τα.ασφαλή και τοξικά φυτά).

ενημέρωση: 8 Μαρτίου 2019


Σελίδα 1                               Σελίδα 2 

Ελληνικές συντομογραφίες, συντμήσεις, συντομεύσεις, ακρωνύμια 
Πίνακας - σελίδα 1
Συντόμευση ή ακρωνύμιο Σημασία
αγγλ. αγγλικός, αγγλική (γλώσσα)
άγν. άγνωστος
ανεπ. ανεπίσημος
ανθ. ανθοκομία
αντ., ΑΝΤ. αντίθετος
αντδ., αντιδάν. αντιδάνειο
αντιθ. αντιθετικός
απαρχ. απαρχαιωμένος
απόδ. απόδοση
αραβ. αραβικός
αρσ. αρσενικός
αρχ. αρχαίος
αρχ. ελλην. αρχαία ελληνικά (γλώσσα)
βιολ. βιολογία
βλ. βλέπε
βλ. λ. βλέπε λέξη, βλέπε λήμμα
βοτ., βοταν. βοτανική
βουλγ. βουλγαρικός
γαλλ. γαλλικός
γενικότ. γενικότερα
γερμ. γερμανικός
δαν. δανεισμός
δηλ. δηλαδή
διάλ. διάλεκτος
διαφ. διαφορετικός
έκφρ. έκφραση
ελλην. ελληνικός, ελληνική (γλώσσα)
ενν. εννοείται
επθμ. επίθημα, επίθεμα
επίθ., επιθ. επίθετο, επιθέτου, επιθετικός (προσδιορισμός)
επιστ. επιστημονικός
επών. επώνυμο
εσφ. εσφαλμένα
ετυμ. ετυμολογία, ετυμολογικός
ευφ. ευφημισμός, ευφημιστικός
ζωολ. ζωολογία
ΗΜΣ Ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης (χρησιμοποιείται σε επιστημονικές εργασίες στη βοτανική)
θηλ. θηλυκός
ιατρ. ιατρικός
ισπαν. ισπανικός
ιταλ. ιταλικός, ιταλική (γλώσσα)
κ.ά. και άλλα
κατάλ. κατάληξη
κ.ο.κ. και ούτω καθεξής
ΚΝΣ Κεντρικό Νευρικό Σύστημα
λ. λέξη, λήμμα
λαϊκ. λαϊκός
λατ. ή λατιν. λατινικός, λατινική (γλώσσα)
μειωτ. μειωτικός
μτφρδ. μεταφραστικό δάνειο
μσν. μεσαιωνικός
μσνλατ. μεσαιωνικό λατινικό
μτφ. μεταφορικός
μυθ. μυθολογία
νεολ. νεολογισμός
νλατ. νεολατινικός
οικ. οικογένεια (βιολογία)
ολλανδ. ολλανδικός, ολλανδική (γλώσσα)
όμ. όμοιος
ουδ. ουδέτερο
παλαιότ. παλαιότερος
παράγ. παράγωγος
παρετυμ. παρετυμολογία, παρετυμολογικός
ΠΑΡ ΦΡ παροιμιακή φράση
παρωχ. παρωχημένος
περιλ. περιληπτικός
πιθ. πιθανόν, πιθανώς, πιθανολογείται
πληθ. πληθυντικός
ποικ. ποικιλία
πρβλ. παράβαλε (παράθεση για σύγκριση)
πρθμ. πρόθημα, πρόθεμα
προέλ. προέλευση
προφ. προφορά, προφορικός
ρ. ρήμα
ρωσ. ρωσικός, ρωσική (γλώσσα)
σανσκρ. σανσκριτικός
σελ. σελίδα
σημ. σημασία
σημδ. σημασιολογικό δάνειο
σπανιότ. σπανιότερα
συν., ΣΥΝ συνώνυμος
συνήθ. συνήθως
σύντμ., σντμ. σύντμηση
συντομογρ. συντομογραφία
τ. τύπος
τον. τονισμός
τοπ. τοπικός
τοπων. τοπωνύμιο
τουρκ. τουρκικός, τουρκική (γλώσσα)
τροπ. τροπικός
υποκορ., ΥΠΟΚΟΡ υποκοριστικό
υστλατ. υστερολατινικός
φαρμ. φαρμακολογία
φρ., ΦΡ φράση
φωτογρ. φωτογραφία



Σελίδα 1                               Σελίδα 2 
. βοτανική, συντομογραφίες, συντμήσεις, συντομεύσεις, ακρωνύμια botanical acronyms, abbreviations related to the botany terminology and jargon

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου