⚠️ σε αυτό το ιστολόγιο διαβάζεις ξεκούραστα, δίχως παράθυρα να πετάγονται αριστερά/δεξιά, ⛔δίχως διαφημίσεις.
Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να διαβάσεις αυτό το μήνυμα.

Βοτανική Ορολογία :: Letter F

Letter F, f


forb, πόα, ετυμολογία, ορισμός, τι σημαίνει, Tradescantia sillamontana
forb [πόα]: ένα μη ξυλώδες ανθοφόρο φυτό με ποοειδή ανάπτυξη. Στην εικόνα είναι η Tradescantia sillamontana.

Βοτανική Ορολογία/Λεξικό/Γλωσσάρι/Φυσιολογία για ορχιδέες, παχύφυτα και εν γένει για καλλωπιστικά φυτά εσωτερικού χώρου


Πλοήγηση :: Όροι στα Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Πλοήγηση :: Ξενόγλωσσοι Όροι: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.

ενημέρωση: 18 Μαρτίου 2019

Ficus [Φίκος]: ονομασία γένους ξυλωδών δέντρων, θάμνων, κληματίδων, επίφυτων και ημιεπίφυτων στην οικογένεια Μορεοειδή (Moraceae) με 870 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[8]. Στο γένος Ficus ανήκει και η γνωστή σε όλους μας συκιά. Ετυμολογία: <λατιν. fīcus (σύκο, συκιά)[9]. Βλέπε και Ficus benjamina, Ficus pumila.

fimbriatus -a -um [κροσσωτός -ή -ό]: ετυμολογία <λατιν. fimbrĭātus (που καταλήγει σε φράντζα· κροσσωτός[9, 10]. Παράδειγμα: Caralluma fimbriata.

Fittonia [Φιττόνια, Φιτόνια]: ονομασία γένους καλλωπιστικών, τροπικών ποωδών φυτών με φυσική ποικιλοχρωμία στο φύλλωμα, στην οικογένεια Ακανθοειδή (Acanthaceae), με 2 - επί του παρόντος - καταγεγραμμένα είδη[11]. Ετυμολογία <προς τιμήν των Ελισάβετ και Σάρα Μαρία Φίττον (Elizabeth and Sarah Mary Fitton), οι οποίες κατά τον 19ο αιώνα εξέδωσαν το βιβλίο Conservations on Botany.

Flora Zambesiaca: η Flora Zambesiaca είναι ένα βοτανολογικό πρότζεκτ σε εξέλιξη, που στοχεύει στην πλήρη καταγραφή των ανθοφόρων φυτών και τις Φτέρες, του λεκανοπεδίου του ποταμού Ζαμβέζη, που καλύπτει τη Ζάμπια, το Μαλάουι, τη Μοζαμβίκη, τη Ζιμπάμπουε, τη Μποτσουάνα και τη Λωρίδα του Καπρίβι και δημοσιεύεται από τους Βασιλικούς Βοτανικούς Κήπους του Κιού. Μετάβαση στην ιστοσελίδα Flora Zambesiaca.

-folia [-φυλλη, η]: επίθημα που αναφέρεται σε χαρακτηριστικά του φυτού (φύλλο). Συνήθως χρησιμοποιείται στο πλαίσιο ότι το εν λόγω φυτό έχει φύλλα που παρομοιάζουν με κάποιο άλλο φυτό. Ετυμολογία: <λατιν. fŏlĭum (φύλλο)[7]>. Παράδειγμα: Peperomia clusiifolia [Πιπερόμοια η κλουσιόφυλλη].

-folium [-φυλλο, το]: επίθημα που αναφέρεται σε χαρακτηριστικά του φυτού (φύλλο). Συνήθως χρησιμοποιείται στο πλαίσιο ότι το εν λόγω φυτό έχει φύλλα που παρομοιάζουν με κάποιο άλλο φυτό. Ετυμολογία: <λατιν. fŏlĭum (φύλλο)[7]>.

-folius [-φυλλος, ο]: επίθημα που αναφέρεται σε χαρακτηριστικά του φυτού (φύλλο). Συνήθως χρησιμοποιείται στο πλαίσιο ότι το εν λόγω φυτό έχει φύλλα που παρομοιάζουν με κάποιο άλλο φυτό. Ετυμολογία: <λατιν. fŏlĭum (φύλλο)[7]>.

fasciata, fasciatus [ταινιωτή, ταινιωτός]: αναφέρεται στα φυτά με χαρακτηριστικές έντονες χρωματικές ζώνες· ταινίες· λωρίδες στο φύλλωμά τους. Ετυμολογία: <λατιν. fascĭo (περιβάλλω κάτι με ταινίες)[1, 2]>. Βλέπε και Haworthiopsis fasciata 'Alba'.

fascinator [φασινέιτορ]: (1) είδος διακοσμητικού γυναικείου στέμματος που αποτελείται από φτερά, λουλούδια, χάντρες κ.λ.π. · (2) ένα συναρπαστικό άτομο. Στη βοτανική ορολογία ωστόσο, αναφέρεται στα - σαν στέμμα - φύλλα που διακοσμούν το φυτό Maranta leuconeura 'Fascinator'.

filipendula, filipendulum [κρεμαστόνημα]: ονομασία γένους καθώς και είδους φυτών. Ετυμολογία: <από το λατιν. fīlum (νήμα, κλωστή) + λατιν. pendŭlus (κρεμαστό)>[3]. Βλέπε και Chlorophytum filipendulum subsp. amaniense.

flavopurpurea, flavopurpureus [κιτρινοιώδης (η, ο)]: για το χρώμα του άνθους[4]. Ετυμολογία.: λατιν. flāvus (κίτρινο) και λατιν. purpurea, purpŭrĕus (ιώδες, μοβ, σκούρο κόκκινο)· Βλέπε και Stapelia flavopurpurea.

fluminensis [φλουμινένσις]: Για την εμφάνιση στην περιοχή του Ρίο ντε Τζανέιρο. (Λατιν. ‘Flumen Januarii’)[4]. Βλέπε και: Tradescantia fluminensis, Tradescantia fluminensis 'Lilac', Tradescantia fluminensis 'Yellow Hill'.

foliage plant: φυλλοφόρο φυτό

forb: εκ του φορβή (ξηρά τροφή για κατοικίδια ζώα). Στη βοτανική ορολογία ο όρος forb αναφέρεται σε οποιοδήποτε μη ξυλώδες ανθοφόρο φυτό (πόα) που δεν είναι αγρωστοειδές (γρασίδι, κύπερη [κύπειρος] ή βούρλο)[5].

form, f.: μορφή (ταξινομική βαθμίδα)

fragrans [ευώδης, ευώδες]: Λατινικός όρος. Για άνθος που αναδίδει ένα γλυκό άρωμα[6]. Βλέπε και Callisia fragrans.

Fritillaria [Φριτιλλάρια, Φριτιλάρια]: ονομασία γένους ανθοφόρων φυτών στην οικογένεια Λειριοειδή (Liliaceae) με 148 επί του παρόντος καταγεγραμμένα είδη[12]. Ετυμολογία <λατιν. frĭtillus (κασετίνα ζαριών), λόγω του καρό μοτίβου στα λουλούδια. Βλέπε και για την τοξικότητα αυτών των φυτών.


__________
Παραπομπές

1. wiktionary: fasciatus
2. Online Latin Dictionary: fascio
3. wikipedia: filipendula etymology
4. Etymological Dictionary of Succulent Plant Names - Urs Eggli, Leonard E. Newton
5. wiktionary: forb
6. wiktionary: fragrans
7. Online Latin Dictionary: folium
8. POWO: γένος Ficus
9. Online Latin Dictionary
10. Ερμηνευτικό Λεξικό Εντομολογικών Όρων - Κ. Μπουχέλος
11. POWO: γένος Fittonia
12. POWO: γένος Fritillaria
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου