Στην παρούσα σελίδα παρατίθενται επιθήματα που βρίσκουμε στη βοτανική λατινική ορολογία.
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.
Letter A a
Letter B b
Letter C c
Letter D d
Letter E e
Letter F f
Letter G g
Letter H h
Letter I i
Letter J j
Letter K k
Letter L l
Letter M m
Letter N n
Letter O o
Letter P p
Letter Q q
Letter R r
Letter S s
Letter T t
Letter U u
Letter V v
Letter W w
Letter X x
Letter Y y
Letter Z z
.
Για να βρείτε γρήγορα τον όρο αναζήτησης σε αυτήν τη σελίδα, πατήστε Ctrl + F ή ⌘-F (Mac) και χρησιμοποιήστε το πεδίο εύρεσης.
ενημέρωση: 8 Φεβρουαρίου 2020
Letter A a
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
-ae | λατινοποίηση επωνύμου | -άε. [1] Επίθημα θηλυκού γένους στον πληθυντικό που υποδεικνύει ότι το όνομα δόθηκε συνήθως προς τιμήν γυναίκας. | Stapelia leendertziae (Σταπέλια η λεϊντερτζιάε) |
-anus -ana -anum |
λατιν. ānus | -νός, -νή, -νό. Επίθημα που προστίθεται στη ρίζα ενός ουσιαστικού (ιδιαίτερα σε κύριο όνομα) για να σχηματίσει ένα επίθετο. | Euonymus australianus (Ευώνυμος ο αυστραλιανός) Cousinia oxiana Piper decumanum |
-atus -ata -atum |
πρωτο ιταλ. -ātos | εμ-, εν- ξε-. δεύτερο συνθετικό λέξεων που σημαίνουν αυτόν ή αυτό που φέρει αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό. Συνεπώς στα ελληνικά το βλέπουμε συνήθως ως πρώτο συνθετικό. bracte-atus (εμ-βράκτειος) articul-atus (ξε-χωριστός) | Monstera bracteata (Μονστερα η εμβράκτεια) Senecio articulatus (Σενέκιο ο ξεχωριστός) |
Letter B b
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
Letter C c
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
Letter D d
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
Letter E e
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
-ellus -ella -ellum |
λατιν. | επίθημα που χρησιμοποιείται σε λέξεις υποκοριστικά. Εναλλακτική μορφή του -ulus (βλέπε πιο κάτω το σχετικό επίθημα). | |
Letter F f
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
-florus -flora -florum |
λατιν. flōrus | που ανθοφορεί. Επίθημα που αναφέρεται σε φυτό το οποίο ανθοφορεί. | Gonostemon grandiflorus Hoya dodecatheiflora Bryophyllum tubiflorum |
-folius -folia -folium |
λατιν. fŏlĭum | φύλλο. Επίθημα που αναφέρεται σε χαρακτηριστικά του φυτού (φύλλο). Συνήθως χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στα χαρακτηριστικά του φύλλου. Ότι το εν λόγω φυτό έχει φύλλα που είναι πολύ μακριά, ή πολύ στρογγυλά ή που παρομοιάζουν με κάποιο άλλο φυτό. | Haworthiopsis limifolia Peperomia clusiifolia Peperomia obtusifolia Peperomia pecuniifolia |
Letter G g
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
Letter H h
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
Letter I i
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
-ine | ελλην. -ινος/ λατιν. -īnus |
-ινός, ίνη. Επίθημα που προστίθεται σε ουσιαστικό ή επίρρημα για να σχηματίσει επίθετο. | colchicine [κολχικίνη] |
-inus -ina -inum |
λατιν./ιταλ./ελλην. | -ίνος, -ίνα. Επίθημα που προστίθεται στη ρίζα ενός ουσιαστικού (ειδικά σε ένα κύριο όνομα) για να σχηματίσει ένα επίθετο. Η μεταγραφή στα ελληνικά είναι σχεδόν παρόμοια. Παράδειγμα: tigrinus: τιγρίνος, zebrina: ζεβρίνα | Tradescantia zebrina 'Discolor Multicolor' Urostigma benjaminum var. nudum |
-issimus -issima -issimum |
λατιν. | στον ύψιστο βαθμό. Επίθημα που αναφέρεται σε κάποιο χαρακτηριστικό το οποίο συναντάται στον υπερθετικό βαθμό. | Disocactus ramulosus var. angustissimus Aloe fragrantissima |
Letter J j
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
Letter K k
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
Letter L l
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
Letter M m
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
Letter N n
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
Letter O o
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
-oides | ελλην. -οειδής -οειδές |
που μοιάζει με | Echeveria agavoides ‘Bordeaux’ Tradescantia cerinthoides ‘Variegata Tricolor’ |
-osus -osa -osum |
λατιν. ōsus | πολύ-, εύ-. Επίθημα που προστίθεται σε ένα ουσιαστικό για να σχηματίσει ένα επίθετο που υποδεικνύει μια αφθονία αυτού του ουσιαστικού. Συνεπώς στα ελληνικά το βλέπουμε συχνά ως πρώτο συνθετικό. Παράδειγμα 1: ramulosus (πολύκλαδος). Παράδειγμα 2: comosum (εύκομο· καλλίκομο) για το πλούσιο φύλλωμα. | Curio articulatus var. globosus Pseudorhipsalis ramulosa Chlorophytum comosum |
Letter P p
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
-ped -pede |
ελλην. πούς | -ποδο, - ποδαρούσα, αυτό που έχει πόδια, έχοντας πόδια του είδους ή του αριθμού που υποδεικνύονται από το στέλεχος ή το πρόθεμα. | centipede [σαρανταποδαρούσα] |
-pedia | ελλην. πούς | -πους, -ποδο, -ποδικός | Cypripedium, Phragmipedium |
-phil -phile -philus |
ελλην. φίλος | -φιλος, -φιλη, -φιλο. Δημιουργεί ουσιαστικά και επίθετα που σημαίνουν «αγάπη», «φιλικό», «φίλος». | sciophilus [σκιόφιλο] |
-phorous | ελλην. φέρω | -φόρος, φόρο. Που φέρει. | phyllophorous [φυλλοφόρο] |
## | ## | ## | ## |
## | ## | ## | ## |
## | ## | ## | ## |
Letter Q q
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
Letter R r
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
Letter S s
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
Letter T t
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
-torius -toria -torium |
λατιν. tōrius | -ήριος, -ήρια, -ήριο. Επίθημα που προστίθεται σε μια μετοχή ρήματος για να δημιουργήσει ένα επίθετο πρώτης και δεύτερης κλίσης. | Carthamus tinctorius Anthemis tinctoria Galium tinctorium |
Letter U u
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
-ulus -ula -ulum |
λατιν. ulus | Επίθημα που προστίθεται σε ένα ουσιαστικό για να σχηματίσει ένα υποκοριστικό του εν λόγω ουσιαστικού. Παράδειγμα: scitula: <scitus (όμορφος) + -ula (-ούλα, θηλ. υποκοριστικό επίθημα)= ομορφούλα>. | Mendoncia clavulus Stapelia paniculata subsp. scitula Centrosema vetulum |
-us -a -um |
λατιν. | -ος, -ή, -ό. Επίθημα με λατινική κατάληξη που χρησιμοποιείται στις ταξινομικές βαθμίδες. Παράδειγμα: tincta: έγχρωμη, χρωματιστή | Carex tincta |
Letter V v
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
Letter W w
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
Letter X x
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
Letter Y y
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
Letter Z z
Όρος | Προέλευση | Ορισμός | Παράδειγμα |
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου